Further tags

Jefferson! Είναι ο τύπος με το αυτάρεσκο αστραφτερό χαμόγελο και το ωραίο σώμα, που (θεωρεί ότι) καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα και αν τον έβλεπε να της φέρνει παραγγελία πίτσα στο σπίτι.

Η προέλευση του λήμματος Jefferson, και για τους μυημένους στο Παντρεμένοι με Παιδιά είναι από τον άντρα της Μάρσυ, ο οποίος είναι η πλέον τυπική no-name φάτσα αμερικάνικης τσόντας της δεκαετίας του 80.

- Καλά ρε συ, τι είναι αυτός ο Jefferson που κουβάλησε η Εύη, για να σε κάνει να ζηλέψεις;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και βασιβουζούκος, μπαζιμπουζούκος.

Από το τουρκικό başıbozuk που σημαίνει «ανεξάρτητος, άτακτος», ήταν η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιωνα σε Τούρκους ατάκτους στρατιώτες, που συνήθως διέπρατταν ωμότητες και λεηλασίες, τρομοκρατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Η φράση σήμαινε μετά γενικά τον βάρβαρο, τον άξεστο και ωμό, τον φωνακλά. Αλλά με τον καιρό, έχει απομείνει μόνο το αστείο του ήχου της, κι έτσι είναι μια γενικότατη βρισιά, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι σημαίνει, θυμίζει λίγο και το μπουζούκι και το συνεννόηση μπουζούκι και το χρησιμοποιούμε στην φράση «μην κάνετε σαν μπαζιμπουζούκοι»!

Με το που μπήκε ο Ριβάλντο στο γήπεδο, άρχισαν να κάνουν όλοι σαν μπαζιμπουζούκοι.

οι σφαγείς του Ηρακλείου (1897) Βαζιβουζούκοι (από xalikoutis, 17/05/09)(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η επιδιόρθωση του μεϊκάπ στα γρήγορα (πχ στο αυτοκίνητο), τελευταία στιγμή πριν μας δουν οι άλλοι.

  2. Οι βελτιώσεις στο πρόσωπο και το σώμα που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής και που έχουν σκοπό την επανόρθωση της εικόνας μας προς το νεανικότερο.

  1. - Άντε πια δέκα ώρες με το καθρεφτάκι μέσα στο αυτοκίνητο, αργήσαμε!
    - Κάτσε ντε να κάνω ένα ρεκτιφιέ, τόσην ώρα στον δρόμο ήμασταν...

  2. - Ξέρετε γιατρέ, δεν θέλω τίποτα σπουδαίο, ένα μάζεμα εδώ στο διπλοσάγονο, λίγο να μου πάρετε την κοιλιά και τα γόνατα, μια ανόρθωση γλουτών και στήθους, να μου εξαφανίσετε την ευρυαγγία και την κυτταρίτιδα, ένα μποτοξάκι στο μέτωπο, και είμαι εντάξει. Ένα απλό ρεκτιφιέ, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τo ιταλικό secondare που σημαίνει ακολουθώ ή συνοδεύω. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως (νομίζω) στη μουσική, όπου έχουμε και το παράγωγο primo / secondo. Το λέμε και μεις έτσι, πρίμο / σεκόντο, δηλαδή βασική μελωδία και συνοδευτική. Είναι αρκετά δύσκολο να τραγουδάς το σεκόντο σωστά (ως μη επαγγελματίας) και να μη σε παρασύρει η πάνω φωνή (κυρίως όταν μπλέκουν μεταξύ τους και το σεκόντο περνά πάνω από το πρίμο), γι' αυτό όσοι το καταφέρνουν περηφανεύονται για την ικανότητά τους. Στην δική μας μουσική υπάρχει κατά κόρον το διπλό αυτό σχήμα (ρεμπέτικα, λαϊκά).

Κατ' επέκταση χρησιμοποιούμε την λέξη όταν κάποιος μας υπερασπίζεται σε μια λογομαχία -και μάλλον με μια ελαφρά δόση ειρωνείας.

Το σιγοντάρω μάλλον είναι επικρατέστερο από το πιο πιστό στην ιταλική προφορά σεκοντάρω.

  1. Χθες στο Απτάλικο ανέβηκε η δικιά σου και πήρε το μικρόφωνο και σιγοντάρησε πολύ καλά τον τραγουδιστή, δεν το περίμενα!

  2. - Δεν φταίει ο Σάκης που άργησε, είχε πολλή κίνηση.
    - Καλά, καλά, μη σιγοντάρεις και συ τώρα, φτάνει που μας φλόμωσε αυτός στη δικαιολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοιούτος, αλλά λίγο εκγαλλισμένο. Λέγεται κι έτσι, αλλά είναι αρκετά παλιό.

Είναι τοιουτιέν ο μπούστης!

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να πεις «κυρία».

  1. Περάστε μανδάμ!

  2. Άι γαμηθείτε μανδάμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να αναφερθείς σε έναν ιδιαίτερο τύπο γυναίκας, που είναι μικρόσωμη, πρόσχαρη και μας εμπνέει θετικά συναισθήματα. Ο όρος έχει κάποια τρυφερότητα. Λέγεται και για ηλικιωμένη μικρόσωμη κυρία που την βλέπουμε με συμπάθεια.

Πήγα στη Δημόσια Υπηρεσία, μου τα πρήξανε όλοι, αλλά ευτυχώς ήτανε και μια μανταμίτσα που μου την έκανε την δουλειά.

Στην αρχή. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικό υπονοούμενο για το σεξ. Προφανώς, επειδή η γυμναστική άσκηση push ups μοιάζει λίγο επικίνδυνα με την σεξουαλική πράξη.

Η έκφραση έγινε ακόμη δημοφιλέστερη με το τραγούδι Πωλίνας και Χρήστου Δάντη, που έμεινε ορόσημο για μια εποχή. Και «πούσταπς» στην εναλλακτική εκδοχή.

Να κάνουμε πους απς, να κάνουμε πους απς,
να δεις τι πα' να πει γυμναστική,
να κάνουμε πους απς, να κάνουμε πους απς,
να κάνουμε και τέλειο κορμί.

Αθάνατο! (από Lafkadio, 23/01/09)

Δες επίσης ενόργανη γυμναστική και ασκήσεις εδάφους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα θηλυκά lol πια βαριά από τα απλά lol μαζεμένα μαζί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να εκφράσει την κατάσταση του παθόντα ύστερα από πολύ γέλιο, όπου χαχανίζει ακόμα ανά τακτά διαστήματα.

- Χιιχιχιχιχι... (παύση)... τοοον μαλάκα τι είπε... ΧΑ... (παύση) χχιχιχιιχ... χιχιχιχι (παύση)...
- Ρε μαλάκα. Ο Κώστας πέθανε στο γέλιο πριν και τώρα κάνει λόλες!

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ρωσικής προελεύσεως (хохол) που περιγράφει το μεγαλόσωμο και άχαρο άνθρωπο. Ευρέως γνωστή λέξη στη Ρωσία, αφού χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει τους Ουκρανούς ως υπανάπτυκτους. Κατά πάσα πιθανότητα είναι συνώνυμο της ελληνικής λέξης κάφρος.

Στα ελληνικά περιγράφει τον αδαή και βραδύνοα άνθρωπο, που άγεται και φέρεται.

  1. Σε ποιους νομίζουν ότι απευθύνονται, για χαχόλους μάς περνάνε; Δεν θα περάσει έτσι αυτό!

  2. Κακός Χριστόδουλος - κακή εκκλησία. Καλός Ιερώνυμος - καλή εκκλησία. ... Εμείς δεν είμαστε χαχόλοι. (απόσπασμα από blog)

Χαχόλος ουκρανικής προελεύσεως (από krepsinis, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified