Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.
Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...
Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.
Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...
Got a better definition? Add it!
Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.
- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ειδικεύεται στις πίπες ή που δίνει τέτοια εντύπωση λόγω της εμφάνισης και του ντυσίματός της.
Η Μπάφι Ντέιβις πάντα έπιανε κότσο τα μαλλιά της για να φαίνεται καλύτερα η τέχνη της. Μεγάλη πιπού!
Got a better definition? Add it!
Ο δήθεν ερεθιστικός.
Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ
Βλ. και καβλιάρης
Got a better definition? Add it!
Στέκομαι ιδιαίτερα ή και ανέλπιστα τυχερός, είμαι κωλόφαρδος. Παράγωγα: ξέκωλος (να μήν συγχέεται με το ξέκωλο), ξεκωλωμένος, ξεκωλωμάρα. Συνώνυμα: μου ανοίγει, μου γίνεται νάαα (ενν. ο κώλος).
Κάνω κάτι εντατικά και επίπονα. Συνώνυμα: τα φτύνω, ξεσκίζομαι, γαμιέμαι, με πάει πίπα-κώλο, μου βγαίνει το λάδι/ο πάτος.
Σε μία μέρα κερδίζει ενα χιλιάρικο στο στοίχημα, βρίσκει και δουλειά, και του κάθεται και η Μάρω... Ε ξεκωλώθηκε ρε ο πούστης...! Τα γαμάν αυτά τα παιδιά...
Να ξεκωλώνομαι μωρη σκρόφα απ' το πρωί ώς το βράδυ να σου πληρώνω τα κομμωτήρια και τις γούνες, και να μαθαίνω οτι μου τα φοράς εδώ κι' ένα χρόνο με τον Μάκη τον υδραυλικό...;
Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος.
Got a better definition? Add it!
(α) Το πέος (β) Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης.
- Πρώτη ώρα θρησκευτικά. Κι'εκεί που περιμένουμε να δούμε την αγάμητη κυράτσα με τα κομποσκοίνια, σκάει ρε μαλάκα το τρελό ξανθό κ α υ λ ά κ ι !... Και σκέφτομαι: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας ρε μπαγάσα».
- Τόσο ρε μαλάκα;
- Άσε ρε μαλάκα, μού'γινε το καυλί κατάρτι...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός/αυτή που του/της έχει βγει ο κώλος (από τι άραγε). Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άτομο που δεν έχει τσίπα.
- Πήγα στην εφορεία και ήταν εκεί μια ξεκωλιάρα φόλα που έβαφε τα νύχια της και μας είχε να περιμένουμε είκοσι άτομα ουρά... Ούτε που την ένοιαζε που βλέπαμε τι κάνει.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που δηλώνει απαξίωση. Την χρησιμοποιούμε για κάτι το οποίο θεωρούμε ανόητο, τιποτένιο, ευτελές, ανυπόστατο, μαλακία, ψέμα, κτλ.
Από τη λέξη πίπα.
Μόνο στον πληθυντικό.
Συνώνυμα: πούτσες, πούτσες μπλε, μαλακίες, αρχίδια, κλπ.
Το ερώτημα είναι: θεωρούμε πράγματι την πίπα κάτι το ασήμαντο; Κι αν ναι, προς τι τότε τόση λύσσα για δαύτην; Αν όχι, γιατί παρομοιάζουμε κάτι το ασήμαντο με την πίπα; Είναι μήπως σύμφωνο με την λογική τού ότι η πίπα είναι μέρος (ταπεινό;) της ιεροτελεστίας του σεξ, και κατά ορισμένους δεν θεωρείται καν κέρατο, καθότι δεν αποτελεί ολοκληρωμένη πράξη;
Το ίδιο ερώτημα σε παραλλαγή, πρέπει να τεθεί και για τα συνώνυμα της λέξης...
...και άρχισε να μου λέει κάτι πίπες!... ότι εκεί που κολυμπούσε υπήρχαν και καρχαρίες αλλά αυτόν δεν τον πείραζαν, ίσα-ίσα μπορούσε και να τους χαϊδέψει άμα ήθελε, ότι η γκόμενά του είναι η δίδυμη αδελφή της Ναόμι, ότι εργάζεται για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών, όλο τέτοια.
-Έλα ρε, και φαινόταν σοβαρός άνθρωπος...
-Κααλά, πίπες....
Got a better definition? Add it!
Τα κολπικά υγρά.
(περιττό)
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!