Ο παλαιάς εποχής, παλαιού τύπου, συνήθως σε απομίμηση.

Επίσης ο παλιομοδίτικος, ο πασέ.

Λέγεται για τρόπους, εμφάνιση, εκφράσεις, αντικείμενα, κλπ.

Από το «παλαιικός», υποθέτω.

Τίτλοι άρθρων από το νέτι:

Δωρεάν ετικέτες σε παλιακό στυλ

Με το παλιακό ύφασμα της θείας μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το 'χω χτίσει (εγώ ρε) το μαγαζί (/το γήπεδο /το σημείο ομαδικής συνάθροισης /το φόρουμ κ.λπ.). Υπερθετικός (που λέει ο λόγος) του συχνάζω, τονίζει την απαίτηση σεβασμού ως ακολούθως:

  1. Είμαι ιδρυτικό στέλεχος ή από τους παλαιότερους που το έχουν επισκεφθεί. Η παλιουροσύνη μου δίνει την αδιαμφισβήτητη εξουσιοδότηση του να εκφέρω αναντίρρητη άποψη, όταν οι άλλοι (οι χτεσινοί, που δεν ήταν εκεί όταν χτιζόταν το κτήριο, το τσατ-πρόγραμμα, το καφενείο) οφείλουν να κάνουν τουμπεκί γιατί έτσι. (Αυτός είσαι!)

  2. Έχω δώσει τόσα λεφτά στο μαγαζί που ήταν σαν να χρηματοδότησα την ανέγερσή του - ενίοτε αυτό είναι και κυριολεξία αν δεις το μαγαζί σε βάθος χρόνου να τραβάει επεκτάσεις, νέα υπόστεγα, νέες πτέρυγες κλπ της παρανομίας. (Είμαι αυτός...)

Συνέντευξη της Έλενας στο ΜΕΝ24:
-Δηλώνεις φανατική αεκτζού, στο γήπεδο πηγαίνεις;
-Το γήπεδο το 'χω χτίσει. Είμαι φανατική αεκτζού και ένα από τα κειμήλια που μου έχει αφήσει ο πατέρας μου είναι το εισιτήριο από το 1968, όπου είχαμε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων κόντρα στη Σλάβια. (σ.ς. μπράβο το καλό κορίτσι)

Θυμωμένος φωνακλάς στο φόρουμ ImizBiz: -
- ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΤΟΛΜΑΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ;
ΕΣΥ; ΣΕ ΜΕΝΑ; ΕΣΥ; ΣΕ ΜΕΝΑ ΠΟΥ ΤΟ 'ΧΩ ΧΤΊΣΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚ; ΤΟ ΣΟΡΡΥ ΣΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ ΣΟΥ!!!
-Φτιάχνεις το τόπικ κι ύστερα ρίχνεις το επίπεδό του στο ναδίρ...ωραίοςςςςς... (σ.ς. σεβασμός στον παλιό)

Ζωόφιλες εδώ:
E-va: - Ωπα! Συχνάζεις στο ΚΑΦΕΟΙΝΟ;; Απεναντι είναι το πατρικό μου!!
sofiaklv: -Συχνάζω; Για να μην πω το 'χω χτίσει και υπερβάλω, να πω οτι έχω βάλει τα θεμέλια;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified