Further tags

Ο ξελιγωμένος για γυναίκα, ο σεξομανής, αλλά και ο αγάμητος.

-Πω, κοίτα αυτή ρε τι γκομενάρα!
-Χαλάρωσε ρε, μην κάνεις σα λιγούρης!

Βλ. και λιγούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική του χρήση για την διείσδυση στο σεξ χωρίς ύγρανση ή λίπανση, μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χλευάσει μια επώδυνη κατάσταση.

- Πέντε γκολάκια φάγατε, ασάλιωτα σας πήγαμε ρε κακομοίρηδες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής, ο ασχολούμενος πολύ και με πάθος με σεξουαλικά και ερωτικά θέματα, ο cult σταρ της greek erotica σκηνής της δεκαετίας του '70 Κώστας Γκουζγκούνης.

- Με αυτά που βλέπεις στο internet όλη μέρα θα γίνεις τελείως Γκουζγκούνης.

(από Khan, 10/03/11)(από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.

-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον ο οποίος συνήθως δεν έχει τι να κάνει και μας πρήζει τον πούτσο.

-Πω ρε, είδες χθες είδες το ματς; Τι γκολάρα έβαλε θεε μου, αα δεν σου είπα, φασώθηκα με την Ελένη, ααα μαλάκα, θα πάμε Firewind έτσι;
-(Και εγώ σκεφτόμενος την χαμένη μου αγάπη), δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του.

(από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κοινωνικής κατάστασης που δηλώνει υποταγή σε ανώτερα συμφέροντα.

Τι Ευρωπαίοι ρε Γιάννη... Ευρω-πέη έχουμε γίνει...

(από Vrastaman, 26/04/10)(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν γίνεται τη στιγμή που πρέπει ή θα αργήσει πολύ για να γίνει ή και ακόμα μπορεί να μη γίνει ποτέ.

  1. - Ρε μάνα δε σου είπα να πλήνεις το jean μου;
    - Αύριο θα βάλω πλυντήριο ρε Γιώργο...
    - Ναι καλά... του Αγίου πούτσου ανήμερα!...

  2. - Τι γίνεται ρε συ με το αμάξι... ακόμα συνεργείο ε;...
    - Ναι ρε άσε... 4 μήνες έκλεισε το γαμημένο...
    - Καλά και πότε λες να το πάρεις;
    - Ξέρω γω με τους μαλάκες... του Αγίου Πούτσου ανήμερα!

(από Khan, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπανιστήρι.

- Πάω παραλία για οφθαλμόλουτρο.

(από patsis, 12/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified