Further tags

Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.

Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.

  1. - Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;

  2. (Διάλογος στον στρατό)
    - Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
    - Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
    - Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στη χρήση μαραφετίου που κουβαλάνε κάποιοι μπατσούληδες. που προσέχουν τα άμυαλα παιδιά που κάνουν πορείες. Η εν λόγω συσκευή εκτοξεύει δακρυγόνο σε μικρή απόσταση και θυμίζει, σε μάλλον ελεύθερη διασκευή, το κλασσικό ψεκαστήρι με το έμβολο και τον κύλινδρο μπροστά, που αγαπήσαμε όλοι μας μέσα από τις ταινίες του Βέγγου. Δίνει μια εύθυμη και καλτ διάσταση στα τεκταινόμενα στις διαδηλώσεις.

- Και κει που φωνάζαμε «μη μ'αφήνετε να ξενερώνω, δακρυγόνο, δακρυγόνο», με φλιτάρει ένας ματατζής στη μάπα, τρώω όλο το χημικό κι έρχομαι στα ίσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.

Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;

εορταστικόν (από Pirate Jenny, 11/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλικός χαρακτηρισμός για άλλον φαντάρο που είναι κοντινή σειρά (συνήθως προηγούμενη ή επόμενη).

Οι φαντάροι της ίδιας σειράς αλληλοϋποστηρίζονται ανεξαρτήτως προσωπικής συμπάθειας ή όχι. Ωσεκτουτού και οι κοντοσειρές αντιμετωπίζονται συγκαταβατικά...

Λέγεται και «κοντοσειρά».

- Σε χώσανε πάλι ρε κοντοσειρά; Υπομονή κάνε να απολυθώ εγώ και θά 'ρθει κι η σειρά σου να καραπαλιώσεις να χώνεις τους νέους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός των Δόκιμων Αξιωματικών κατά την Β' φάση της εκπαίδευσής τους (3ος - 4ος μήνας).

Βλέπε ορισμό της λέξης αλφάς.

- Αχ και πότε θα γίνουμε Βητάδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.

Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.

- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως είναι ο χαζός της παρέας, ο φλούφλης, ο αγαθός και άβγαλτος, αυτός που σκέφτεται συνέχεια κάτι, δεν το λέει και τελικά απορροφιέται και προχωράει μόνος του.

Κοινώς και η ατάκα: «Πού πάς ρε Καραμήτρο!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουβλάκι γκατζολίας.

Όταν ήμουνα φαντάρος στην γκατζολία, είχα γαμηθεί στις γκατζολόπιτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε λέουρας.

Έλα παλαίουρας, πάρε σκούπα, φαράσι και μόκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω αγγαρεία.

Άσε, με έχωσε άγρια χθες ο λοχαγός. Όλη μέρα στα μαγειρία να τρίβω λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published