Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται το χυδαίο βρίσιμο, κοινώς το μπινελίκι.

... ίσα μωρή λινάτσα μην ακούσεις κανα γαλλικό... (από φόρουμ)

espèce de patsavoure! (από Vrastaman, 19/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified