Μεταχειρισμένο αλλά σχεδόν καινούργιο, σε πολύ καλή κατάσταση.
- Ο Φίφης πήρε ένα παπί του κουτιού.
- Άτσα.
Μεταχειρισμένο αλλά σχεδόν καινούργιο, σε πολύ καλή κατάσταση.
- Ο Φίφης πήρε ένα παπί του κουτιού.
- Άτσα.
Got a better definition? Add it!
Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.
Γλωσσολογία του φραπέ
Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».
(από ιστολόγιο)
Got a better definition? Add it!
Λέξη από τα τέλη της δεκαετίας του '40, αρχές της δεκαετίας του '50 για τον υπνόσακο.
Είναι, προφανώς, παραφθορά του σλήπιν μπαγκ. Τα πρώτα sleeping bags ήλθαν στην Ελλάδα την εποχή του Εμφυλίου ως μέρος της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Έτσι πράσινα και μακρόστενα που ήταν, η παρομοίωση με μπάμιες δεν ήταν δύσκολο να γίνει.
Λέξη υπό εξαφάνιση. Κάποιοι λίγοι άνω των 70 την θυμούνται.
Γιατί, βρε αγόρι μου, να δίνεις τζάμπα λεφτά για να πας δυο μέρες με τη σκηνή; Πάρε τη σουλομπάμια που είχε ο παππούς σου στον προσκοπισμό ... στο πατάρι την έχω ... σαν καινούργια είναι ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.
- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιά έκφραση που αναφέρεται στην κακοτεχνία, κακοκατασκευή και γενικά σε καταστάσεις και πράγματα που τα πληρώνεις ακριβά χωρίς να το αξίζουν - και μάλλον το καταλαβαίνεις μετά.
- Τί μάρκα είναι τα παπούτσια;
- Μάρκα μ' έκαψες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χορταστικός φραπέ (χτυπητός) καφές που σερβίρεται σε μεγάλο γυάλινο ποτήρι με πολλά παγάκια και που πίνουν με μανία όλοι οι Έλληνες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες από τις 8 το πρωί ώς τις 8 το άλλο πρωί. Για να χαρακτηριστεί έτσι ένας καφέ θα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 5 ώρες και να μη διακόπτεται για κανέναν λόγο (μόνο για κατούρημα). Συχνά συνδυάζεται και με το αγαπημένο άθλημα του οφθαλμόλουτρου.
- Πω πω δικέ μου είσαι να αράξουμε στο Da Capo για καμιά φραπεδούμπα σήμερα το μεσημέρι;
- Και δεν πάμε καλύτερα καμιά παραλία να δούμε και κάνα ξέκωλο...
Δες και -ούμπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.
Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.
Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.
- Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ...
- Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
- Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...
- Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
- Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση η οποία αναφέρεται σε ακριβές, συνήθως χωρίς λόγο, τιμές.
Βασίζεται στις ακριβές τιμές που συναντάμε συνήθως στα πλοία, αλλά εκφράζει παράλληλα και την χαμηλή ποιότητα.
Αυτό συμβαίνει διότι παλαιότερα στα πλοία ο καφές ήταν απλά ανακατεμένος, όχι χτυπημένος, για λόγους ευκολίας.
(Παρέα που βρίσκεται σε πλοίο, πηγαίνοντας διακοπές, πληρώνει με μεγάλη έκπληξη τον φραπέ της 5 €, σε πλαστικό ποτήρι.)
- Καλά ρε ... 5 € τον καφέ σε πλαστικό;
- Άσ' τα αδελφέ ... βαπορίσιο τον πληρώσαμε...
Got a better definition? Add it!
Η σαβούρα, περιττά πράγματα τα οποία όταν πας να τα πετάξεις κάνουν θόρυβο, συνήθως μεταλλικό.
Ζευγάρι πακετάρει τα πράγματά του για μετακόμιση στο νέο του σπίτι.
- Αγάπη μου αυτά πού να τα βάλω;
- Στην στοίβα για πέταμα. Έτσι και αλλιώς κλαμπατσίμπαλα είναι ....
Got a better definition? Add it!
Ο ελαφρύς καφές. Αυτός που σε περίπτωση φραπέ μπορείς να δεις από την άλλη πλευρά ...
Ζευγάρι επιστρέφει από επίσκεψη στους γονείς της κοπέλας.
- Αγάπη μου σου άρεσε τόσο πολύ ο καφές που σου έκανε η μητέρα μου και τον ήπιες όλο; Λίγο ελαφρύς μου φάνηκε.
- Τι να κάνω. Από ευγένεια. Νερομπούρμπουλο ήταν...
βλ. και νερομπούλι, νερόπλυμα
Got a better definition? Add it!