Further tags

Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.

- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.

- Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
- Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
- ...

Δες και κουμούτσα.

Σε άλλες γλώσσες: Oschi (γερμανικά), mamotreto (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ειδικός υπόγειος εκσκαφέας που χρησιμοποιείται στη διάνοιξη μιας σήραγγας του Μετρό. Παράφραση του τυφλοπόντικας = ζώο που σκαλίζει υπογείως για να κινηθεί.

  2. Μεταφορικά: το μεγάλο μέσο που χρειάζεται να επιστρατευθεί στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύ σφιχτή ή μεγαλοπαρθένα.

- Τα έμαθες; Επιτέλους η Λένα πηδήχτηκε!
- Ποιος ήταν ο τυχερός; - Δεν ξέρω, αλλά ο τύπος θα χρειάστηκε μετροπόντικα για να τα καταφέρει!
- Μπα, κάτι τέτοιες μην τις φοβάσαι, τα έχουν κανονίσει όλα μόνες τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χακί, μακρόστενος σάκκος εκστρατείας που έχουν τα προσωπικά τους είδη οι στρατιώτες.

- Αύριο θα έρθει ο ταξίαρχος επιθεώρηση στο λόχο. Θέλω ο θάλαμος να λάμπει και τα λουκάνικα να είναι σωστά στη θέση τους. Βάλτε και κανένα χαρτόνι μέσα να μη ζαρώνουν.

"Λουκάνικο" (σάκος ιματισμού). (από patsis, 21/05/10)Από το κόμιξ "12 μήνες θητεία" (Σπύρος Κόντης, εκδόσεις Μαμουθκόμιξ) (από Cunning Linguist, 14/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στη στρατιωτική αργκό.

Πάλι με έβαλε αγγαρεία να καθαρίσω την καλιόπη!

Got a better definition? Add it!

Published

Το διακριτικό των υπαξιωματικών στο στρατό.

Αφορά δεκανείς, λοχίες, επιλοχίες, αρχιλοχίες.

- Ρε σειρά τι βαθμό έχει αυτός ο αξιωματικός;
- Δεν ξέρω, μέτρα τις σαρδέλες και θα καταλάβεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απαντάται κυρίως στον πληθυντικό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε τι μικρό σε μέγεθος, σφαιρικό, γυαλιστερό, μονόχρωμο.

  1. Την έπιασε μανία φέτος τα Χριστούγεννα και γέμισε όλο το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια.

  2. -Τι σκατά είναι αυτά τα μπιρμπιλόνια στο φαγητό ρε Ελένη;
    -Κόκκοι κέδρου, αγάπη...

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified