Further tags

Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.

- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κατάσταση έντονου ψυχικού τραλαλά που προκαλείται από απρόβλεπτες, συνήθως δυσμενείς, συγκυρίες. Εκ του αρχαίου ταράσσω.

  2. Παραδοσιακό πανωφόρι, εξάρτημα της στολής του φουστανελά.

  1. Οι Βρετανοί ως λαός μπορεί να παθαίνουν ταράκουλο στην σκέψη ότι το εθνικό τους φαγητό θα γίνει το ντονέρ αν μπει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή ένωση. (από blog)

  2. Ο γιος του Αντώνη, του επιπλοποιού, ξυπνά μέσα στα άγρια χαράματα για να φορέσει τη φουστανέλα και ύστερα το «ταράκουλο», ύφασμα με το οποίο τυλίγει το στήθος του. Όταν απλώνουν το ταράκουλο, παρατηρώ με έκπληξη ότι το μήκος του είναι περίπου τέσσερα μέτρα. (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το ταράκουλο καμμιά φορά είναι ευχάριστο (από Vrastaman, 19/09/08)ΚΑι φοράει ταράκουλο, και παθαίνει ταράκουλο με την φλάτσα της γκιόσσας! (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περίπλοκη πατέντα με την οποία φαλακροί, κυρίως τύπου τάργκα, επιχειρούν να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

  2. Ιλαροτραγικά καταφανής περούκα που φέρουν πανσέληνοι (και μη) φαλακροί, επιχειρώντας να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους.

Δέον να σημειωθεί ότι και οι δύο ποικιλίες φλοκάτης σπάνια ανθίστανται στον αέρα και την βροχή. Με σπάνιες εξαιρέσεις ανθρώπων με διάθεση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, οι περισσότεροι φορείς φλοκάτης είναι κομπλεξικοί. Πολλοί ακομπλεξάριστοι άλλωστε φαλακροί επιλέγουν την λύση του ξυρίσματος, η οποία κατά κοινή ομολογία προσδίδει και σεξαπίλ.

Ειρήσθω εν παρόδω, η λέξη φαλακρός υπήρξε σλανγκ κατά την αρχαιότητα (εκ του φαλλού άκρη, αγγλιστί dickhead)

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις βρε καράφλα με την φλοκάτη σου; Ουστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ σωστό, πολύ καλής ποιότητας, λα κρεμ ντε λα κρεμ. Επίσης, ωραία κατάσταση.

- Πώς το βλέπεις το γκομενάκι;
- Αφρός... σού 'κατσε δικέ μου, για ξεχειμώνιασμα ό,τι πρέπει...

(από nick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ουίσκι Cutty Sark, η ονομασία του οποίου ακουγόταν ως «δεκατεσσάρι» για όσους, όταν πρωτοβγήκε στην αγορά, δεν ήξεραν αγγλικά ή δεν το είχαν δει γραμμένο. Υπήρχε και κάποιο σχετικό ανέκδοτο τύπου «σιμπιζάκι», αλλά δεν το θυμάμαι...

Παραλλαγή σε βιαστικό: 'κατεσάρ'.

Ρε Γιώργο, πιάσε και βάλε μου ένα μπέιμπυ κατεσάρ' στα γρήγορα!

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευτελές αλλά πολύπλοκο και εντυπωσιακό στολίδι. Για χαζογκόμενες. Λέγεται και κιχλιμπίδι.

Πώς την κυκλοφορεί τη λατέρνα ο Αντώνης ρε πούστη μου, δεν ντρέπεται; Μες το μπιχλιμπίδι και το καρακιτσαριό είναι...

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα φόρεσε η μάνα, ο παππούς, ο πατέρας, ο αδελφός ίσως και ο προπάππος μου. Και απ' ό,τι φαίνεται θα τα φορέσουν ακόμα γενεές πολλές που θά 'ρθουν. Τα αθλητικά παπούτσια, οι ελβιέλες (από την ΕΛ. ΒΙ. ΕΛΑ. -Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικών- 1940-1949) συνώνυμο των αθλητικών τύπου ALL-STAR, θα λέγαμε οι νεότεροι, είναι το δημοφιλέστερο είδος παπουτσιού όλων των εποχών. Σύμβολο των άγριων νιάτων του '50 (βλέπε James Dean) με λευκό μπλουζάκι, τζιν και αθλητικό, αλλά και όλων των γενεών της ροκαμπίλι, ροκ, πανκ ροκ, grunge, και emo μόδας, αλλά και της άνεσης για τους λιγότερο μουσικόφιλους.

(Από το forum translatum.gr)
Το φαντάζεσαι; ... σενάριο: Έλληνες εισβάλλουν στο στάδιο με χλαμύδες και ελβιέλα ... και φραπέ στο χέρι :) ... τύφλα να έχει το «Ο Αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες» !

Βλ. και σπορτέξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να αποσπάσει την προσοχή και να παραπλανήσει. Κάλυψη, προπέτασμα. Από τις κλασικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος - π.χ. ο λαχανάς στο λεωφορείο βάζει την εφημερίδα μπουζουριέρα για να φάει το πορτοφόλι του ανυποψίαστου συνεπιβάτη.

Κρατάω μπουζουριέρα μπορεί και να σημαίνει φυλάω τσίλιες - ειδικά όταν προσποιούμαι ότι κάνω κάτι άλλο, π.χ. «ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα», που λέει κι ο Μπάτης στο ρεμπέτικο «Βάρκα μου μπογιατισμένη».

Δεν είναι σαφές πώς σχετίζεται η μπουζουριέρα με το ρήμα μπουζουριάζω. Με την έννοια της παραπλάνησης, της κάλυψης, δεν υπάρχει προφανής σχέση. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι στην μπουζουριέρα κρύβουμε, παραχώνουμε, μπουζουριάζουμε κλοπιμαία, το μαύρο κλπ - στην περίπτωση αυτή σημαίνει την κρυψώνα.

Η μπουζουριέρα δεν πρέπει, βεβαίως, να συγχέεται με την μπιζουτιέρα. Άλλο Τουπαμάρος κι άλλο...

  1. («Τα σκαθαράκια», από Τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν.Τσιφόρου)
    Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς. Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά μπουζουριέρα δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε.

  2. (Ελευθεροτυπία, 26/02/2008)
    Εν τέλει, αποδεικνύεται μύθος το «φτωχό» -με βάση τον επίσημο εθνικό προϋπολογισμό- υπουργείο Πολιτισμού. Οπως αποκαλύπτει σχετική έρευνα του Αρη Χατζηγεωργίου στην «Ε» (16/2), οι εκταμιεύσεις του ΟΠΑΠ προς το υπουργείο Πολιτισμού, όχι μόνο το καθιστούν... ζάπλουτο, αλλά και... πολυπλόκαμη «μπουζουριέρα» πάσης φύσεως επιχορηγήσεων, με αναρίθμητους παραλήπτες και -σε πλείστες περιπτώσεις- τουλάχιστον... ανορθόδοξα κριτήρια.

  3. (από πολιτικό κείμενο του Νέου Αριστερού Ρεύματος)
    Αυτό που μας σερβίρουν ως «νέο», είναι το απαρχαιωμένο μοντέλο ενός δικομματισμού, που αποτελεί την μπουζουριέρα ενός καινούριου αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας .της σύγχρονης βαρβαρότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική μάρκα αθλητικών ειδών, η οποία κατέληξε να γίνει συνώνυμο του αθλητικού παπουτσιού. Μία από τις πρώτες εταιρίες αθλητικών που εισήγαγε μαζικά αθλητικά παπούτσια στην Ελλάδα. Με το πέρας του χρόνου, η μάρκα καθιερώθηκε στη συνείδηση και το καθημερινό λεξιλόγιο του Έλληνα, ως το Ersatz του αθλητικού παπουτσιού.

  1. - Ωραίο το σπορτεξάκι, καινούργιο είναι;
    - Ναι, χθες το πήρα.
    - Με γεια!

  2. - Μπαμπά, θέλω να αγοράσω καινούργια σπορτέξ, τα παλιά έχουν σκιστεί!

(από krepsinis, 14/09/08)el viela (από MXΣ, 26/04/11)

Βλ. και ελβιέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυθικό αυτό οστρακόδερμο φέρει δαγκάνες και συνουσιάζεται με σαύρες.

Οι επιστήμονες το ανεκάλυψαν την δεκαετία 90, μέσα από σειρά ανέκδοτων, και έκτοτε κυκλοφορεί σε πολλές εκδόσεις: καβουρογαμόσαυρος ο αμμώδης, ο χερσαίος, ο αποτρόπαιος, Αιτωλοακαρνάνας, κοκ.

Η έκφραση σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεύματα θαλασσινών με αμφίβολα συστατικά και φρεσκάδα, όπως κατ’ αναλογία η λέξη γκοτζίλα αναφέρεται σε ύποπτα κρεατικά.

Ιάπων σεφ: Σάς άρεσε το kani sashimi σεβαστέ κύριε Hino Takataka;

Hino Takataka: Με λίγο murasaki παραπάνω, ο καβουρογαμόσαυρός σας θα ήτο εξαίσιος!

(προσβεβλημένος, ο σενσέι σεφ εκτελεί σεπούκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified