Further tags

Χρησιμοποιείται για προϊόντα μιας άγνωστης προς πολλούς μάρκας, τα οποία όμως συνήθως είναι και χαμηλής ποιότητας, ή φοβούμαστε πως θα είναι τέτοια (καθότι έχουμε άγνοια για την μάρκα).

- Αγόρασα ένα νέο DVD players χθες!
- Ναι; Τί μάρκα;
- Μάρκα μ' έκαψες, αλλά ήταν πάμφθηνο. Ελπίζω να τη βγάλει μερικούς μήνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωπικά είδη. Μάλλον γυναικεία. Μπορεί να περιλαμβάνουν και είδη προικός και νεωτερισμών π.χ. κεντημένες μαξιλαροθήκες. Very useful. Λέξη που ουσιαστικά έχει διασωθεί χάρη στους στιχουργούς του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Απαντάται και ως τσαμασίρια, χωρίς π.

  1. Βαρέθηκα-βαρέθηκα, Στίχοι-Μουσική: Τάκη Μουσαφίρη

Μα θα πάρω τα τσαμπασίρια μου
θα πάω κάπου αλλού,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του.

  1. Το ντιβάνι, Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Β.Τσιτσάνης

Αφού δεν τα κατάφερες να πας με τα νερά μου, μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό κυρά μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηρά καρπά και ψιψιψόνια, σνακ μαζί με τα ξύδια.

Καλά ρε, ο Νίκος μεγάλο λιγούρι... Όποτε πάμε σε μπαρ, ξεσπάει πάνω στα ξηροκάρπια... Τρία μπολ τρώει κάθε φορά... Δεν τρώει σπίτι του αυτός;

βλ. και ξηρούς καρποί και παρελκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουβλάκι γκατζολίας.

Όταν ήμουνα φαντάρος στην γκατζολία, είχα γαμηθεί στις γκατζολόπιτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.

- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έμπλαστρο.

- Πιάστηκα άσχημα με τα βάρη που σήκωσα και σήμερα έβαλα ένα μπλάστρι να μου περάσει ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.

Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.

Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!

(από electron, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.

Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.

- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified