Further tags

Ο αλήτης. Χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στις δεκαετίες '50-'60. Γνωστή λέξη και από ταινίες της εποχής (βλ. «Νόμος 4000», «Αναστασία», «Το κάθαρμα» κ.λ.π.)

Συνώνυμα: μπονιόνιος, χαραμοφάης, Κ.Π.Ε (κατασπατάληση πατρικού εισοδήματος), πρεζοκλεφτρόνι κ.α.

- Τί έγινε ρε συ;
- Τίποτις, ένας Τέντυ-μπόης γιαούρτωσε τον καθηγητή Σκορδομπούτσογλου...

Βλ. και τεντιμπόις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που κουβαλάει τα πιο άχρηστα πράγματα μαζί του, αλλά και τα χρήσιμα τα οποία σπάνια βρίσκονται γρήγορα. Αναφορά στον ήρωα-καρτούν της δεκαετίας του 70-80.

- Ρε συ, έχεις κανα στυλό;
- Ορίστε...
- Πωπω, ποιος είσαι ρε μαν, ο σπορτ μπίλλυ;

Το intro του παιδικού στην ελληνική (από mpiftex, 25/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικώς το γνωστό συμπαθές ελεφαντάκι της Disney (βλ. σχετική φωτό) με σήμα κατατεθέν τα μεγάλα και πεταχτά αυτιά. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, έχει επικρατήσει να αποκαλούμε ντάμπο όλους αυτούς που έχουν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, τις λεγόμενες αυτόγκες ή αυτούμπες. (βλ. σχετικές φωτό)

Προσοχή: ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Αυτιάς (βλ. φωτό), παρά το όνομα και όλα τ' άλλα κακά της μοίρας του που αναλύονται στο ομώνυμο λήμμα, ΔΕΝ είναι ντάμπο. Τα υπόλοιπα κουσούρια αρκούν και προσφέρονται εξίσου για χαβαλέ, οπότε παρακαλώ χρησιμοποιείτε αυτά.

Συνώνυμα: αυτιάγγουρας, μπακαυτιάς.

Φυσικοί εχθροί: Ο γνωστός πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας Mike Tyson (βλ. σχετική φωτό), ο οποίος προφανώς έχει ένα πράμα με τ' αυτιά, οπότε αν είσαι και ντάμπο κινδυνεύεις ακόμη περισσότερο.

Τέλος, παρά την κρατούσα άποψη ότι τα μεγάλο αυτιά δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα, πολλοί συνάνθρωποί μας (τρόπος του λέγειν) όχι μόνο επιθυμούν να τ' αποκτήσουν (φωτό) αλλά έχουν βασίσει και την επαγγελματική τους καριέρα σ' αυτά (φωτό)

- Πώς σου φάνηκε τελικά η Σούλα, δε μας είπες...
- Έλα ρε τώρα, ο ντάμπο το ελεφαντάκι. Τουλάχιστον ακούει καλά μ' αυτές τις αυτούμπες; Τρία στρέμματα αυτί ρε πούστη μου και πας να μου την πασάρεις για μοντέλο; Έλεος.
- Τσου ρε Αλέν Ντελόν, που σου πέφτει και λίγη...

Got a better definition? Add it!

Published

Την παλιά εποχή, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα... Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους. Τα πούρα αυτά τα μοιράζανε βεβαίως απλόχερα και στους τσατσάκους τους, δηλαδή τους πιο θερμόαιμους/πιστούς από τους οπαδούς τους.

Εν έτει 2008 πλέον, η Ελλάδα έχει πλέον προοδεύσει και χρησιμοποιούνται πλέον εξελιγμένα συστήματα ρουσφετιού και μίζας... Ωστόσο η λέξη τραμπούκος παρέμεινε και δηλώνει τον μπράβο κάποιου κομματάρχη ή γενικώς κάποιον που προκαλεί ταραχές κατ' εντολή. Κατ' επέκτασιν, σημαίνει και τον άξεστο, θρασύ και βίαιο άνθρωπο που επιβάλλεται με τη βία.

Η πράξη του τραμπούκου λέγεται τραμπουκισμός.

  1. (Από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67, στις 15-09-1993)
    - Εμείς δεν είμαστε αλήτες να τους στείλουμε τραμπούκους. Μου στείλανε στην Καλλιθέα πέρυσι, εγώ όμως δεν στέλνω τραμπούκους, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να έχω. Εγώ ζητώ από τον Θεό να πεθάνουνε κι οι δυο τους!

  2. - Τι άκουσα, έγινε φασαρία λέει στη σχολή;
    - Ναι, την πέσανε κάτι τραμπούκοι της ΔΑΠ σε έναν τύπο που είχε στήσει τραπεζάκι για εκδρομές στη Μύκονο, γιατί τους χάλαγε την πιάτσα...

  3. - Οι τραμπουκισμοί αποτελούν καθημερινό φαινόμενο σε σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.

προφανές!

Mona Lisa πριν και μετά από Tom Pousti (από Khan, 03/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. Όχι βέβαια ο καθένας, αλλά ο φουσκωτός που σηκώνει όλον τον πάγκο, παίρνει πρωτείνες, αμινοξέα, κρεατίνες, στεροειδή, αναβολικά κτλ... Χαριστικά (επειδή είναι καλά παιδιά) λέγεται και για αυτούς που εξασκούν το άθλημα σε πιο ήπια μορφή. Όσο δε για αυτούς που κάνουν μπόντι μπίλντινγκ αλλά ανήκουν στην κατηγορία φτερού, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος (αυτό)χαρακτηρισμός τους...

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

  1. - Ρε, σ' αυτό το γυμναστήριο που ήρθαμε όλοι είναι μποντιμπιλντεράδες... Πάρε τον άλλον, διακόσια κιλά πάγκο σηκώνει...
    - Μαλακία κάναμε ε; Καλά, γάμα το γυμναστήριο και πάμε σπίτι μου να πιούμε καμιά μπύρα, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα... Αφού εμείς μόνο για μπυροκοιλιακούς είμαστε!

  2. - Τι γίνεται αγόρι μου, ούτε τα πεντάκιλα δεν σηκώνεις στους δικέφαλους; Τι μποντιμπιλντεράς είσαι συ;
    - Δεν μπορώ...
    - Σφίξου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί με το ξυρισμένο κεφάλι και τα δερμάτινα, τα μαύρα, κλπ. Ξέρετε, οι ζόρικοι, αυτοί που τον σκυλοπαίρνουν κατά τ' άλλα. Λίγο φασό, λίγο απ' ό.... Από την αγγλική λέξη skinhead.

- Καημός η κυρά Λέλα! Ο γιος της ξηγήθηκε σκίνι και αυτή το φυσάει και δεν κρυώνει!
- Καλά να πάθει, αυτή και το σόι τους τον έμαθαν έτσι. Πού νά 'ξερε ότι τον παίρνει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.

- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified