«Άσ' τα να πάνε», «άσ' τα βράσ' τα», «ναι, καλά», «κουκουρούκου», «καλά κρασιά», κλπ.
Σα να λέμε ότι φεύγουμε από την κουβέντα ή το επιχείρημα (ή δεν συμμετέχουμε καν και το παίζουμε τρελοί) δίνοντας χαιρετίσματα στον συνομιλητή μας.

- Καλά, χαιρετίσματα... Άμα είναι να συζητάμε έτσι, εγώ τιγκανά...
- Μα, μωρό μου...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ψήνω γκόμενα. Είναι πιο light από το καυλά(ν)τισμα, καθώς δεν περιέχει υπονοούμενα - ειδικότερα σεξουαλικής φύσεως, άσχετα αν και τα δύο αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Περισσότερο μεταφράζεται σαν φλερτ, παρά σαν στρίμωγμα.

  2. Γλυκοκοιτάω, λιμπίζομαι. Έχω βάλει κάτι στο μάτι κι όλο το γυροφέρνω. Δεν έχει να κάνει απαραίτητα με άνθρωπο, εδώ.

  1. - Που'ναι ο Θέμης ρε; - Να εκεί, χαλβαδιάζει μ' εκείνη τη φίλη της Νίκης...

  2. Έχει βγάλει η kawasaki κάτι καινούρια ζαντικά, εδώ και κανά δίμηνο τα χαλβαδιάζω...

Δες και χαλβέτι, χαλβάς και χαλβάδιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Καθημερινή έκφραση που έμεινε στην ιστορία από το ομότιτλο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου.

Το λέμε τσαντισμένοι σε κάποιον σκυθρωπό και με ύφος εκατό καρδιναλίων συνάνθρωπό μας, ταξιτζή, δημόσιο υπάλληλο, όργανο της τάξης, κλπ.

Το λέμε όμως και γελώντας σε κάποιον που πειράχτηκε από ένα αστείο μας, μπας και τον συνεφέρουμε και σκάσει πάλι χαμόγελο, αντί να του πούμε «Παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» κλπ

- ...
- Τι έπαθες τώρα; Παρεξηγήθηκες;
- ...
- Άντε μωρέ, πλάκα σού 'κανα! Δεν το κατάλαβες;
- ...
- Καλά ντε, χαμογέλα ρε λίγο, τι σου ζητάνε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράτα με, άσε με ήσυχο.

- Που λες ο Αντώνης...
- Όχου, χέσε μας μωρή κολλημένη με τον Αντώνη πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράξενη συνήθεια κάποιου, με την αρνητική έννοια.

Τι χούι είναι αυτό, να τινάζεις το τσιγάρο σου όπου βρεις! Πάρε ένα τασάκι να μη λερώνεις τον τόπο!

Κακό χούι ρε γαμώ να μην χτυπάνε την πόρτα... (από MXΣ, 16/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για τις γάτες και είναι ο ήχος που βγάζουν (με κάποιον άγνωστο μέχρι τώρα τρόπο) από το σώμα τους, μέσω της μύτης τους, όταν τις χαϊδεύεις ή όταν γενικά είναι ευτυχισμένες και χαλαρές. Το κάνουν όμως και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όταν είναι πονεμένες ή ετοιμοθάνατες, πράγμα ιδιαίτερα σπαρακτικό, μπορώ να σας πω. Το κάνουν επίσης οι θηλυκές γάτες όταν θηλάζουν και περιποιούνται τα μικρά τους. Ο ήχος αυτός, μαζί με την ελαφρά δόνηση που τον ακολουθεί, λειτουργεί καταπραϋντικά, και για τις ίδιες (επενεργεί ως αγχολυτικό), αλλά και για τον άνθρωπο που τις έχει στην αγκαλιά του, στα πόδια του, στο κρεβάτι του, πάνω στο σώμα του γενικά.

Πολύ σπανιότερα λέγεται και «ρονρονίζω», από την γαλλική (για τις γάτες πάλι) ονοματοποιία «ron ron» (ρ. ronronner). Επίσης λέμε «γουργουρίζω», αλλά έτσι συγχέεται με τον ήχο που βγάζει το στομάχι μας όταν πεινάμε ή έχουμε καούρες.

Ο ήχος λέγεται «χουρχούρ».

Σήμερα η γάτα μου κρύωνε και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, όλη μέρα ήθελε αγκαλιά και χουρχούριζε.

αυτοί είναι άντρες! (από ironick, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερθετικός βαθμός, το Απόλυτο (αφού ο Χριστός είναι το Υπέρτατο Όν).

  1. - Αυτός δεν ακούει Χριστό! (= δεν ακούει τίποτα και κανέναν)

  2. - Τα φάγανε όλα, δεν έμεινε Χριστός! (= δεν έμεινε απολύτως τίποτα)

Άμα κοροϊδεύεις τον υπερθετικό βαθμό, θα πας στην κόλαση. Τέλος. (από Galadriel, 31/03/09)hasta la vista babe! (από BuBis, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη λέξη συντάσσεται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων χρήσης της, με το ρήμα κάνω (σε διάφορα πρόσωπα και χρόνους) και μία εκ των αντωνυμιών μου, σου, του και τους. (π.χ. κάνω τις ψακτικές μου)

Όσον αφορά το πού τη χρησιμοποιούμε...

Γενικά, κάνω τις ψακτικές μου για να βρω κάτι ή κάποιον. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ιδού κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις χρήσης της:

α) Για εύρεση ανθρώπων:
Κυρίως χρησιμοποιείται από κάποιον ή κάποιους που ψάχνουν άτομα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (π.χ. οπαδούς ομάδων, μέλη κομμάτων κτλ) και συνήθως με κακό σκοπό. Κλασσικά, ψακτικές κάνουν οι μπάτσοι για να συλλάβουν μέλη διαφόρων μειονοτήτων. (Αλλοδαπούς,«κουκουλοφόρους» -επίκαιρο- και λοιπούς «επικίνδυνους τύπους»).

β) Για εύρεση αντικειμένων:
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιος κάνει τις ψακτικές του, προκειμένου να βρει κάτι που έχει χάσει ή για να εντοπίσει πιο προϊόν είναι το καταλληλότερο για αγορά.

γ) Για εύρεση πολιτικών, θρησκεύτικων, υπαρξιακών και λοιπών πεποιθήσεων: Αυτού του είδους οι ψακτικές αφορούν τις έρευνες που κάνουν κυρίως νέα άτομα για να ορίσουν πού κλίνουν όσον αφορά τα παραπάνω, άλλα και άλλα ζητήματα.

Τα παραδείγματα, νομίζω, λύνουν οποιαδήποτε απορία.

- Και φυσικά την αστυνομία και τον τρόπο που λειτουργεί την ξέρουμε, δεν τη μάθαμε τώρα. Και φυσικά τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στη μεθοδολογία τους. Θα συνεχίσουν να κάνουν ψακτικές στη μέση του δρόμου σε ανθρώπους που είναι 'ύποπτοι'. (theintvduals.wordpress.com)

- Οι «ψακτικές» μου με οδηγήσανε στις Sony και ειδικά στις 40W και 40V 3000 (για τις Χ ξεφεύγει πολύ το θέμα δυστυχώς) και είδα και μερικές Philips που μου άρεσαν καθώς είδα ότι έχουνε μικρότερο χρόνο ανταπόκρισης αλλά και επειδή έχω πολύ καλή εμπειρία με την συγκεκριμένη μάρκα. Το ambilight δεν ξέρω πόσο προσθέτει στην εμπειρία ενός παιχνιδιού αν έχει κάποιος προσωπική εμπειρία ευπρόσδεκτη η παράθεσή της εννοείται. (http://avclub.gr/forum/archive/index.php/t-16996.html)

- Και εγώ συμφωνώ ότι η εκκλησία έχει καταντήσει επιχείρηση κτλ κλτ αλλά πάλι και εσείς ή όποιος τέλος πάντων λέγεται άθεος, διαχωρίστε επιτέλους ότι άλλο πίστη και άλλο -πάω κάθε Κυριακή εκκλησία και κάθε καλοκαίρι στην Τήνο και παίρνω ό,τι έχει γραφτεί σε γραφές κυριολεκτικά-. Κοινώς μη χώνουμε τους θεούσους/σες που θέλουν να επιβάλλουν την «πίστη» τους και αυτούς που πιστεύουν, έχοντας όμως κάνει πρώτα τις ψακτικές τους, στο ίδιο τσουβάλι. (http://www.insomnia.gr/forum)

(από xalikoutis, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified