Ο Απόλυτος λάτρης της μπύρας.Στην παραγματικότητα, ο μπυρόβιος είναι τόσο εθισμένος στο ζύθο που η ζωή του θα ήταν ανούσια χωρίς αυτό το αγαπημένο ποτό. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου στην πιο ακραία έκδοσή του:

(1) Επίσημη ορολογία της νόσου: Ακατάσχετος εθισμός στην μπυρωίνη.

(2) Αγαπημένο άθλημα: Το Μπύρινγκ.

(3) Αγαπημένη θρησκευτική εκδήλωση: Τα Μπυρίτσουαλς.

(4) Αγαπήμενη σωματική άσκηση: Χτίσιμο μπυροκοιλιακών.

(5) Αγαπημένες φιγούρες χορού: Οι μπυρουέτες.

(6) Μεγαλύτερη φοβία: Η έλλειψη μπυρασφάλειας.

(7) Αγαπημένο κοκτέιλ: Το μπυρούζο.

(8) Μεγαλύτερο προσόν: Η εμπυρία του.

(9) Αγαπημένη παροιμία: όπου φτωχός κι η μπύρα του.

(10) Αγαπημένη ατάκα: two beer or not two beer.

(11) Αγαπημένη χώρα: Μπιρλανδία

Και ο κατάλογος συνεχίζεται...

ΥΓ Πολύ παράδοξο ότι έλειπε.

  1. Ο Γκαρσία είναι μπυροβιος φάση Μπέρλιν και ο Κοντρέρας είναι φάση γύφτος με λεφτά. (www.metropolisradio.gr).

  2. Ο ξανθός άπο αριστερά ο χοντρούλης είναι ο βοηθός μου(γνωστός μπυροβιος - δεν έχει αφήσει pub για pub) στον οποίον θα πρέπει να βασιστώ σε διάφορες παρατηρήσεις του στην διάρκεια των αγώνων (το μόνο που δεν ξέρω είναι αν θα είναι νηφάλιος η θα έχει πιεί τα αντερά του και θα μου λέει άλλα ντ'άλλων) (http://www.fmgreece.gr)

Ακόμη: μπυροκίνητος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο slang υπερθετικός του κλασικού. Χρησιμοποιείται είτε θετικά, με κύριες εφαρμογές στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στο ντύσιμο, στα ποτά, στο φαγητό κτλ άλλα πολύ συχνά και αρνητικά προσδιορίζοντας κάτι ως πλήρως ντεμοντέ και απαρχαιωμένο.

Παρεμπίπταμπλυ το λήμμα αυτό ανήκει σε μία πολύ κλειστή κατηγορία λημμάτων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα του να περιγράφουν τον εαυτό τους...

  1. Και βέβαια Dream Theater, Metallica (πριν το '90), Manowar, Maiden, Iced Earth και όλη αυτή την κλασικούρα του κερατά!
    (Από μουσικό σάιτ)

  2. Όσες και να πιω, σαν τη Heineken δεν ειναι καμια... κλασσικουρα, το ξερω αλλα... (σχόλιο από το rocking.gr σε συζήτηση για μπύρες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απελπιστικά φορτικός και πιεστικός άνθρωπος. Κορσές είναι ένα είδος εσώρουχου (έχω την αίσθηση ξεπερασμένο), που καλύπτει την μέση, την κοιλιά και μέρος του θώρακα. Είναι προφανές ότι ένας στενός κορσές είναι αφενός άβολος και αφεδύο εκνευριστικός. Γι'αυτό αποτελεί κατάλληλη φράση για να περιγράψει άτομα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Το αν θα ανεχόμαστε ένα στενό κορσέ και το πώς θα τον αντέχουμε, έχει να κάνει με τις περιστάσεις μας και την θέλησή μας. Ιδού μερικά παραδείγματα στενών κορσέδων:

1. Κάποιοι «Φίλοι»: Δύσκολα τους ανέχεσαι, εύκολα απαλλάσσεσαι από αυτούς.

2. Αφεντικά-κάποιοι συνάδελφοι: Συνήθως πρέπει να τους ανεχτείς, δύσκολα απαλλάσσεσαι από δαύτους.

3. Γονείς-αδέλφια: Δύσκολα τους ανέχεσαι και δεν απαλλάσσεσαι ποτέ από αυτούς.

4. Σύζυγος-σχέση (άνδρας): Προσπαθείς να τους ανεχτείς αν δεν τα καταφέρεις λες ένα: ασταδιάλα

5. Σύζυγος-σχέση (γυναίκα): Αυτοκτονείς.

Ναι καλά διαβάσατε. Αρραβωνιάζομαι το Σάββατο. Βασικά για να κερδίσω λίγο ακόμα χρόνο. Όπως ο Ηλιόπουλος σε εκείνη την ελληνική ταινία (δε θυμάμαι τίτλο…;). Και επειδή η Τασούλα θα μου γίνει στενός κορσές από εδώ και στο εξής θα χρειαστώ τη βοήθειά σας.
(Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτρέψτε μου να το θεωρώ γνήσια ελληνική slang. Μόνο εμείς έχουμε την απίστευτη ικανότητα να «σκοτώνουμε» ξένες γλώσσες τόσο πετυχημένα.

Στο δια ταύτα, ενώ όλα τα αμερικάνικα σαντουιτσάκια που σαβουρώνουμε σε διάφορα φαστφουντάδικα (τα οποία είναι ό,τι πρέπει για μια καλή μάσα), ξέρουμε να τα λέμε μια χαρά (π.χ. Cheeseburger-->Τζηζ μπέργκερ, Chickenburger-->Τσίκεν μπέργκερ κ.ο.κ), το κλασικό Hamburger (το οποίο προφανώς έπρεπε να λέμε Χαμ μπέργκερ) έχουμε αποφασίσει να το κάνουμε μία λέξη (εν μέρει φυσιολογικό, εφόσον οι λέξεις χαμ και μπέργκερ έχουν κοινό το μ, οπότε υπάρχει μία κρυφή απόστροφος) και να αλλάξουμε το πρώτο ε με ου. Για το τελικό αποτέλεσμα δείτε το παράδειγμα...

Σημειώνω ότι η λέξη αυτή, αποτελεί παράδειγμα της τάσης που έχουμε να διαβάζουμε το γράμμα u του αγγλικού αλφάβητου ως ου σκοτώνοντας ουκ ολίγες λέξεις.

-Τι θα θέλατε παρακαλώ;
-Ένα κλαμπ, 2 φις μπέργκερς, 1 τζηζμπέργκερ και 1 χάμπουργκερ.
-Αμέσως κύριε...

Wimpy άλλως Πόλντο (από dryhammer, 22/06/14)

Σχετικό: χαμπουργκέρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγική ράτσα ανθρώπου που έχει την τάση να ζητάει συνέχεια το ο,τιδήποτε.

Στην συντριπτική πλειονότητα τέτοιου τύπου ανθρώπων,η συνεχής ζητιανιά αντικειμένων ή υπηρεσιών ΔΕΝ συνοδεύεται από αδυναμία απόκτησης ή διεκπεραίωσής τους. Πιο πολύ έχει να κάνει με τρόπο σκέψης από τον οποίο πολύ δύσκολα απαλλάσεται κάποιος και ακόμα πιο δύσκολα απαλλάσει άλλους από αυτόν.

Ο ΚΑΚΟΣ Ο ΖΗΤΟΥΛΑΣ ΚΑΙ Ο LEECHER ΔΕΝ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!!!
(www.gamato.info)

Εγω τώρα θέλω να παρω το 1.4 reference μετριτής με 15.115 ευρώ αν δεν μου δίνει δώρο να του ζητίσω; ή θα είμαι γύφτουλας ζητουλας; **(http://seatclub.gr/forum/index.php?topic=14577.msg388282)**

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πηγή έμπνευσης το λήμμα ξυλοκόπος, θυμήθηκα την παραπάνω κορυφαία λέξη - επάγγελμα που χρησιμοποιείται στην ποδοσφαιρική αργκό.

Ψαράδες λοιπόν (η χρήση περιορίζεται στον πληθυντικό, αφορά δηλαδή ομάδες και όχι μεμονωμένους παίκτες) είναι το σύνολο των άτεχνων, άτσαλων και άμπαλων παικτών μίας ομάδας, που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους άμπαλους και ξυλοκόπους, έχουν συγκεκριμένη πατρίδα και συγκεκριμένα την Σκανδιναβία και συνήθως τη Νορβηγία.

Όσον αφορά το λόγο χρήσης του εν λόγω επαγγέλματος: θυμίζω ότι, η Νορβηγία είναι μία χώρα, που η οικονομία της βασίζεται κατά πολυ στην αλιεία (νομίζω πρώτη σε εξαγωγές μπακαλιάρων), οπότε, επειδή οι άνθρωποι το τόπι δεν το κατέχουν, συμπεραίνουμε ότι στο ψάρεμα θα τα καταφέρνουν καλύτερα...

Διάσημοι ψαράδες - αντίπαλοι ελληνικών ομάδων τα τελευταία χρόνια είναι οι:

1) Ψαράδες της Νόρτσελαντ (με Ολυμπιακό)
2) Ψαράδες της Λιν (οι πλέον διάσημοι, γιατί είχαν κανει διπλό στην τούμπα, σε ένα ματς που οργίασαν οι φήμες για αβαβά, ενώ στη ρέβανς έφαγαν τρία γκολ και αποκλείστηκαν).

Στη θεωρητικά εύκολη κλήρωση του Ουέφα αναφέρομαι. Που έβγαλε τον ΠΑΟΚ αντιμέτωπο με κάποια Λιν από τη Νορβηγία, τον Αρη με τη Νιάου Νιάου Ζίμπρου Τσιτσινάου και τον Πανιώνιο με κάτι δανούς ψαράδες, ονόματι Νοβοσέλατς ή κάπως έτσι. **(http://archive.sport.gr/cafe/duplicate/2003/08/030829.asp)**

ΜΑΛΛΟΝ ΑΥΤΟ ΤΟ 5-0 ΜΗΔΕΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΕΚ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ .ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΕΚ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΟΙ(από το sport24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλούσιος, εύπορος άνθρωπος σε slang απόδοση. Πόλλες φορές τέτοιοι τύποι την βρίσκουν να επιδεικνύουν τα αποκτήματα τους. Άλλοι περιορίζονται στο να το παίζουν λεφτάδες...

αατα.

Ο γνωστος ...λεφτάς - εφοπλιστής Θ. Β. έγινε παππούς. Η κόρη του γέννησε ένα κοριτσάκι. Όσοι θέλετε την εύνοια του, να τον πάρετε να του ευχηθείτε. (http://troktiko.blogspot.com/2008/06/blog-post_3931.html)

Το τόπικ είναι για μάγκες και λεφτάδες, όχι για κουλτουριάρηδες αντιδραστικούς.
(www.metropolisradio.gr/forum)

Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που στην καθομιλουμένη αφορά άτομα με κάποια μορφή εξουσίας και έχει επιβλητικό τόνο.

Ως slang, είναι μία απ' τις κλισέ λέξεις που λέμε για να καλέσουμε κάποιον ή ως ατάκα θαυμασμού (βλέπε παραδείγματα).

Συνώνυμα: Μεγάλος, τεράστιος κ.α

Σημειώνω ότι η χρήση της περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κλητική πτώση.

Α) Ωχ ο Τάκης ρε...Που 'σαι ρε άρχοντα, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε λίγο.

Β) Έλεος ρε, τι γκολ έβαλε το παλικάρι! Μπράβο ρε άρχοντα!

Βλ. και Πρόεδρος, υπερπόντιος, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του «τα πάντα», αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει. Νέας γενιάς σλανγκ φράση με εισηγητή τον τιτανοτρισμέγιστο Νίκο Αλέφαντο.

- Ρε παιδιά έχω χάσει επεισόδια και σκάνδαλα στο slang.gr, έχω μείνει πολύ πίσω.
- Μην ανησυχείς ρε προφήτη, τα πάντα όλα θα τα μάθεις, μην βιάζεσαι...

(από profhths, 11/02/09)...και μια παραγγελία... (από patsis, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος μασάω, η συγκεκριμένη λεξούλα είναι μία all time classic έννοια στο ελληνικό περιβάλλον.

Αναφέρεται στη διαδικασία (μπορεί να 8εωρηθεί και λειτούργημα), κατά την οποία οι συμμετέχοντες τρώνε λαίμαργα, και συνήθως μέχρι σκασμού, διάφορα ανθυγιεινά αλλά συγχρόνως πεντανόστιμα εδέσματα. Ειδικοί συνδέουν τη μάσα με την ακατάσχετη κρεοφαγία.

Ενδεικτικά, παραθέτω κάποια παραδείγματα τροφών για να ρίξεις μια καλή μάσα:

α) Διαφόρων ειδών αμερικανιές (π.χ McDonalds).

β) Γνήσιο ελληνικό fast food (βλέπε πιτόγυρο).

γ) Διάφορα σουβλιστά (κοκορέτσι, κοντοσούβλι, κλέφτικο κλπ) και ψητό κρέας (παϊδάκια, προβατίνα, γουρουνόπουλο κλπ).

Τέλος, σημειώνω ότι η λέξη αυτή συντάσσεται συνήθως με το ρήμα ρίχνω, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις απαντάται και με ρήματα όπως κάνω, βαράω κ.ά.

  1. (Από http://www.cmgreece.com)
    Kαλη η μασα παιδες.εγω παντως οποτε ξαναπαμε εγω θελω να κατσω διπλα στον μαστορα.νιωθει ο τυπος.δεν τρωει μαμακιες του τυπου κολοκυθακια και μανιταρια....

  2. (Από http://students.ceid.upatras.gr)
    Εν αρχή ην η μάσα, και έπειτα ο λόγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified