Δεσπόζουσα λέξη στο λεξιλόγιο της νεοελληνικής. Το υποκοριστικό ενός τόσο συνηθισμένου ουσιαστικού, του φακέλου στον οποίο ταχυδρομούμε επιστολές, είναι συνώνυμο του χρηματισμού στο χώρο της υγείας, του γνωστού «λαδώματος». Υποτίθεται ότι το μπαχτσίσι παραδίδεται μέσα σε ταχυδρομικό φάκελο, εξ ου και «φακελάκι».

Η σχέση του Νεοέλληνα με το φακελάκι είναι ανάλογη με τη σχέση του πρώην Ανατολικογερμανού με τη Στάζι: τουλάχιστον οι μισοί Νεοέλληνες έχουν δώσει φακελάκι σε γιατρό, όπως οι πρώην Ανατολικογερμανοί πληροφορίες στις πάλαι ποτέ κραταιές μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αποφυγή του φακελακίου εν Ελλάδι συνεπάγεται κάκιστες υπηρεσίες υγείας προς τον ασθενή.

  1. Απόσπασμα υποθετικής συνέντευξης με γιατρό:
    ΕΡ. Γιατρέ, τώρα με την Αμαλία, έχουν ακουστεί τόσα πολλά για το φακελάκι που παίρνετε εσείς οι γιατροί. Όλος ο κόσμος αναρρωτιέται: γιατί το παίρνετε;
    ΑΠ. Είναι τόσο απλό. Για δύο λόγους παίρνουμε φακελάκι. Πρώτον, επειδή ο μισθός μας στο ΕΣΥ ή τα έσοδα από το ιατρείο μας δεν μας φτάνουν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, σε σχέση με το κουραστικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα που κάνουμε. Και δεύτερον, είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης: δεν θα παίρναμε φακελάκι αν εσείς δεν το δίνατε.

  2. Απόσπασμα σχολίου από blog:
    Το “φακελάκι” και το πολιτικό ρουσφέτι οργιάζουν σε ποσοστό άνω του 80% στα νοσοκομεία της Κρήτης, προκειμένου οι ασθενείς να έχουν άμεση και σωστή εξυπηρέτηση και φροντίδα! Παράλληλα δε, το ίδιο το σύστημα υγείας στο νησί “νοσεί” βαρύτατα από την δραματική έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, με συνέπεια την ελλιπή εξυπηρέτηση-νοσηλεία των ασθενών, αλλά και τις πολυήμερες ή πολύμηνες αναμονές τους σε “ουρές ραντεβού” για βασικές εξετάσεις με κίνδυνο τη ζωή τους!

fuck-a-Laki (από allivegp, 30/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο και εύκολο κέρδος προερχόμενο είτε από προχειροδουλειά, είτε από αρπαγή / κλοπή.

Η πρώτη περίπτωση αρπαχτής περιλαμβάνει το φτωχομπινεδιάρικο και ευκαιριακό γδάρσιμο εύκολης λείας (πχ αισχροκέρδεια από ταρίφες σε ανυποψίαστους τουρίστες). Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

Στη δεύτερη (και πιο σοβαρή) εκδοχή της, η αρπαχτή επιτυγχάνεται χάρη στην άλωση των νόμων και θεσμών μέσω προσωπικών σχέσεων και διαπλοκών. Πρόκειται για οικονομικές αλλαξοκωλιές όπου η αρπαχτή διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συνεργούς και πάντα σε βάρος του κερασφόρου φορολογούμενου πολίτη. Πρόσφατες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τα Ολυμπιακά έργα και την υπόθεση Μονής Βατοπεδίου.

Δεν έχουν τα κότσια να κάνουν μια μήνυση στην μαμά-SIEMENS για τις αρπαχτές της. Τώρα θα μου πείτε ποιοι να κάμουν την μήνυση; Αυτοί που συμμετείχαν στην αρπαχτή ως μικροί άρπαγες;; (Από blog)

Βλ. και σχετικό λήμμα μίζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.

  1. - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
  2. - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;

Κονέ στα ασανσέρ. Σήμανση ασφαλείας. Εμπορικό κέντρο The Mall, Μαρούσι, Αττική. Φωτογραφία: Νοέμβριος 2014. (από patsis, 11/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified