Η ακραία μπίχλα στα λευκαδίτικα, και δη το λιπαρό στρώμα σε επιφάνεια. Πιάνει μότσα, πουχού, το μπαρμπρίζ, αλλά για να πιάζει μότσα το αμπαζούρ πρέπει να είσαι μάστορας.

Ο Μότσαρτ σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι το συνθετικό αντίστοιχο (100% λύκρα) του μπιχλάντεν. Ο Αζναβούρ δώρο.

φασόν απ' το μποκίνο:
- Κιο τί 'ν' τούτο!!
- Το μποκίνο μ', Μάκ'.
- Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Μόνζα. (από PUNKELISD, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.

Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.

  1. Καλό το America, μα πιο γλυκό το Corfu..

Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;

Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!

Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..

(Μέτοικο παράπονο από forum)

  1. - Μπρε την τσαμένη!
    - Ποια τσαμένη;
    - Την πούτσα μου την καυλωμένη!

(Kλασσική στιχομυθία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον λευκαδίτικη λέξη της κατηγορίας μπουκέτο, κατακέφαλο και τα λοιπά συναφή.
Η διακριτότητα της έννοιας έγκειται στο ότι, όπως δηλοί και η θριαμβευτική λατινική ρίζα της λέξης, αποδίδει την ευχαρίστηση που αντλεί ο χορηγός του μπουκέτου, αλλά και την κατίσχυση έναντι του παραλήπτη.
Εν ολίγοις, όταν κάποιος φάει μπουκέτο μπορεί να αντιδράσει, αλλά όταν φάει τριομφίδι, μάλλον μετά, αφηγούμενος την κατάσταση, θα πει «μού 'δωσαν, μού 'δωσαν, αλλά έφαγα κι όλας...»

-...και μ' λέει «τ'ς γιαγιάς σ' το χάβαρο». Ε, και τ' σκάω ένα τριομφίδ' που είδε τον Άη-Σπ'ρίδωνα ανθρακωρύχο.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified