Άτυπη ειδικότητα οπλίτη στον Ε.Σ, ο εικονικά νοσηλευόμενος φαντάρος που εκτελεί χρέη βοηθού σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πρόκειται είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για κάποιο υπαρκτό πρόβλημα υγείας και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους, είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν εξαρχής εκεί για προσχηματικούς λόγους. Ο γάτος μένει στο νοσοκομείο γλιτώνοντας από σκοπιές, αγγαρείες, εμπλοκές και πήξιμο, συνήθως σε νοσοκομείο κοντά στον τόπο διαμονής του και σε αντάλλαγμα εκτελεί διάφορες μικρο-εργασίες για το προσωπικό του νοσοκομείου.

- Ρε συ, είναι καλά ο Παπαδόπουλος; 2 μήνες λείπει στο νοσοκομείο.
- Ναι ρε, γι' αυτόν είναι η ζωή, τον έχουν κάνει γάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified