Selected tags

Further tags

Διαρρήκτες ή και διαρρήχτες (!) αποκαλούνται τα μέλη του τότε ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ, σήμερα Μ-Λ ΚΚΕ.

Λέγεται ότι το βράδυ της Τρίτης προς Τετάρτη 17 του Ιούλη του 1985 μέλη της παραπάνω οργάνωσης διέρρηξαν τα γραφεία της τότε νεοσύστατης οργάνωσης ΟΑΚΚΕ στη Κοκκινιά. Τα θύματα της διάρρηξης ισχυρίζονται ότι τους έκλεψαν (κοινή) περιουσία αξίας 700.000 δραχμών (του 1985) ενώ κάποιος γνωστός μου εκμυστηρεύτηκε ότι εκλάπησαν απλά μερικές ξύλινες σφραγίδες. Η ΟΑΚΚΕ είναι διάσπαση του ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ (σημερα Μ-Λ ΚΚΕ) που με τη σειρά του αυτό είναι μία εκ των δύο διασπάσεων της μαοϊκής ΟΜΛΕ, η άλλη διάσπαση είναι το ΚΚΕ (μ-λ). Όλοι τους μαοϊκοί.

-Και που βρήκες ότι τους λένε διαρρήκτες;

-Από κάτι σελίδες και μπλοκ στο ίντερνετ και ένα τύπο.

-Δεν υπάρχει κάποια κεραία, κάποιος σύνδεσμος, κάποιο gateway already?* Ώστε να δούμε και εμείς;

-Ξέχνα το, αρκετή διαφήμιση τους έκανα που τους καταχώρησα στο slang.gr όλους αυτούς τους πουθενάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τῆς κομμουνιστικῆς ἀργκὸ ποὺ σημαίνει ἄνθρωπο τοῦ κομματικοῦ μηχανισμοῦ, συνήθως ἔμμισθο (ἐπαγγελματικὸ στέλεχος). Τὴ χρησιμοποιοῦσαν μειωτικὰ οὶ τῆς λεγὸμενης ἀνανεωτικῆς ἀριστερᾶς γιὰ τὰ ἐπαγγελματικὰ στελέχη τοῦ ΚΚΕ, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων συγκρούσεων γιὰ τὸν τίτλο τοῦ κόμματος μετὰ τὴν μεταπολίτευση.

Ἐπίσης χρησιμοποιήθηκε μὲ τὴν ἴδια ἀπαξιωτικὴ ἔννοια καὶ κατὰ τὶς ἐσωτερικὲς συγκρούσεις στὸ χῶρο τῆς ἀνανεωτικῆς ἀριστερᾶς γιὰ νὰ χαρακτηρίσει ἐσωκομματικοὺς ἀντιπάλους.

Τἐλος σύμφωνα μὲ τὸ Βικιλεξικὸ:

"απαράτσικ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

1.(σπάνιο) κάποιος ο οποίος είναι μέρος ενός οργανισμού ή μιας δομής εξουσίας, ουσιαστικά ανώτερο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή ευρύτερα γραφειοκράτης οποιουδήποτε οργανισμού

2.(σπάνιο) (μειωτικά) ο διοικητικός δημόσιος υπάλληλος, ειδικά στην κομμουνιστική γραφειοκρατία".

Ἐτυμολογία (ἀπὸ τὸ Βικιλεξικὸ): "απαράτσικ < ρωσική, аппаратчик < аппарат + -чик < λατινική apparatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος apparo < ad + paro"

-Τὸν ξέρεις τὸν Χ;

- Ἄν τὸν ξέρω λέει; Μεγάλο άπαρατσίκι! Ἔχει ρὶξει ξύλο στὴν Τασκένδη αὐτὸς!

Got a better definition? Add it!

Published

Φαινόμενο που παρατηρείται στο συνδικαλισμό, κυρίως τον φοιτητικό. Πρόκειται για την τακτική προσέλκυσης ψήφων/υποστηρικτών με την αξιοποίηση των γκομενικών προσόντων των μελών της οργάνωσης, η πολιτική ζύμωση με χρήση του γκομενικού στοιχείου. Ο γκομενοσυνδικαλισμός μπορεί να γίνεται σχεδιασμένα ή να προκύπτει αυθόρμητα. Ενίοτε χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ρήμα "γκομενοσυνδικαλίζω".

1) Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να πάει η Μαρία στη συνέλευση είναι ο γκομενοσυνδικαλισμός του Μπάμπη.

2) Μεγάλο ποσοστό της συμμετοχής στις φοιτητικές εκλογές είναι αποτέλεσμα γκομενοσυνδικαλισμού. Οι δαπίτισσες είναι μαστόρισσες σε αυτό.

Να σημειωθεί ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καταστάσεις όπου ο στόχος είναι όντως το γκομένισμα αλλά το κονέ γίνεται μέσω του συνδικαλισμού

Τα φτιάξανε ο Μηνάς με την Αννέτα. Γκομενοσυνδικαλίζανε εδώ και κάποιο καιρό, από τότε που της είπε να πάει σε μια πορεία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ενταγμένος (η ενταγμένη) στον ευρύτερο πολιτικό χώρο της δεξιάς.

Διότι αυτή είναι μια άτεκνη δεξιούμπα με τιρμπάν, που της την είχε πέσει όλο το σόι από δίπλα για να την κληρονομήσει (πηγή ).

Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος, από δω και στο εξής θα αποκαλώ την Κανέλλη "πρώην δεξιούμπα" και τη Δαμανάκη και τον Κύρτσο "πρώην ΚΚέδες". (από σχόλιο εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

πολιτικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα αποστρατευμένα μέλη αριστερών κυρίως οργανώσεων που απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν την πολιτική δράση. Στο περιθώριο πλέον του κινήματος, συχνάζουν σε μπαρ και καταναλώνουν ουίσκι λέγοντας ιστορίες από τα παλιά, για το πόσο πληγώθηκαν και το πόσο τίποτα δεν αξίζει πια. Αγαπημένες τους φράσεις "'ασε με φιλαράκι, τα ξέρω" και "εγώ τους τα έλεγα τότε για τη γραμμή τους".

1) - Ρε πέτυχα χτες τον Λευτέρη! Τον ρώτησα που χάθηκε τόσο καιρό και κατάλαβα ότι έχει γίνει ουισκάτος.
- Ναι ρε από το δημοψήφισμα και μετά είναι ουισκάτος αυτός

2) -Έχεις δοκιμάσει το Nikka, το γιαπωνέζικο ουίσκι; τρομερό φίλε! Πιάσε 2 Nikka μάστορα (σσ προς τον σερβιτόρο).. Α και τί λέγαμε; ναι, άσε τα ξέρω μωρέ, όλοι σάπιοι είναι, τα έζησα από μέσα
- Είσαι πολύ καιρό ουισκάτος;

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τουρκικό Çiftlik που σημαίνει αγρόκτημα, δηλαδή μια έκταση γης όπου λειτουργεί επιχείρηση εκμετάλλευσης γεωργικών, κτηνοτροφικών και συναφών καλλιεργειών. Πολύ γνωστό και τραγουδισμένο το Μπαξέ Τσιφλίκι (πλέον Νέοι Επιβάτες), περιοχή 25 χιλιόμετρα μακριά από την Θεσσαλονίκη. Μεταφορικά σημαίνει την πλήρη κυριότητα μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε γη, αλλά και την αυθαιρεσία ή την έλλειψη αιτιολογίας σε απόφαση ή ενέργεια.

-τσιφλίκι μου είναι , ότι θέλω κάνω.

-τι το πέρασες εδώ? τσιφλίκι του πατέρα σου?

-ο τύπος είναι τσιφλικάς. Δεν ξέρει τι έχει.

τσιφλίκι

Got a better definition? Add it!

Published