έτσι; (το αριστερίστικον)

Η διαρκής εκφώνηση της ερώτησης "έτσι;" στο μέσον της εκτύλιξης ενός επιχειρήματος είναι μια πολύ στάνταρ προφορικίλα στο λόγο των αριστεριτζήδών, τόσο πολύ που νομίζω είναι άξια καταχώρησης ως τέτοια - αν και προφανώς γλωσσικά είναι γενικά κάτι δόκιμο και ευρείας χρήσεως. Ο αριστεριστής πατερούλης, όμως, που γραμμώνει στα αμφιθέατρα ή στις επιρροές του, του δίνει και καταλαβαίνει σε βαθμό που έχω αναρωτηθεί αν είναι ένα είδος συλλογικού ρητορικού τικ: κάθε τρεις λέξεις σταματά για να κάνει το ο-Αλτουσέρ-να-το-κάνει ρητορικό ερώτημα "έτσι;" προκειμένου και καλά να διασφαλίσει ότι οι άλλοι που τον ακούν τον ακούν και συμφωνούν/συναινούν και συμμερίζονται την ανάλυση συγκυρίας του ή ό,τι. Η συχνότητα του "έτσι;" αυξάνεται όσο το ακροατήριο απομακρύνεται από το κέντρο των γκρουπουσκουλιάρικων μηχανισμών προς τις επιρροές και τους εκτός, όσο δηλαδή η ανάγκη για πατερναλίστικη πειθώ αυξάνεται.

Τα πιο πολλά "έτσι;", πάντως, εμφανίζονται όσο πάμε προς το κομμάτι της ανάλυσης που αφορά στο "τι να κάνουμε;", δηλαδή, της τακτικής ή της στρατηγικής, αν τα λέω καλά. Σε καθαρά πραγματολογικό-ρητορικό επίπεδο το "έτσι;" (που δεν είναι το αθώο εγγλέζικο "isn't it?") χωρίζει στη μέση ένα επιχείρημα και προσπαθεί να μεταφέρει εγκυρότητα από το ένα κομμάτι, το πιο σίγουρο-δεδομένο, στο πιο έωλο, στο πιο τακτικο-στρατηγικό. Αν υπάρχει στο πλοίο ρήτορας ας βοηθήσει.

Επειδή είναι προφορικίλα, πήρα ένα κείμενο των ΕΑΑΚ και έβαλα "έτσι;" εκεί που νομίζω ότι θα τα έβαζε ένας τίμιος αριστεριστής βιρτουόζος του πατερναλισμού, σε προφορική ανακοίνωση - εντάξει, με μια δόση υπερβολής.

Τίθεται σε αυτή την φάση το ζήτημα της στρατηγικής και του πολιτικού σχεδιασμού, έτσι; και πρακτικών που θα πρέπει να ακολουθήσουν τα ΕΑΑΚ προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην κρίσιμη συγκυρία που διανύουμε. Το πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη κινητοποιήσεων από τους εκπαιδευτικούς και μαθητές, έτσι; που σε μεγάλο βαθμό έχουν υιοθετήσει στοιχεία πολιτικής ανάλυσης και ριζοσπαστικών πρακτικών παρόμοια με αυτά που ανέδειξε το περσινό φοιτητικό κίνημα. Έτσι, είναι επιτακτική ανάγκη για τα ΕΑΑΚ να επαναδραστηριοποιήσουν τα κινηματικά μπλοκ που αναπτύχθηκαν στις περσινές κινητοποιήσεις, έτσι; και να προχωρήσουν σε συνελεύσεις και καταλήψεις σχολών. Οι καταλήψεις το προηγούμενο διάστημα επαναπροσδιόρισαν, έτσι; τις σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης που είχαν τα σχήματα με ένα δυναμικό το οποίο χαρακτηριζόταν από συμφωνία στην πολιτική γραμμή των σχημάτων, έτσι; αλλά ταυτόχρονα με πιο χαλαρές σχέσεις με την πολιτική τους πρακτική.

Και οι Κουκουέδες; Νομίζω ότι οι Κνίτες δεν το λένε και τόσο πολύ γιατί απαξιούν να (συ-)ζητήσουν τη γνώμη των άλλων, απλά λένε τη γράμμη, αν και προφ σε αυτούς θα πρέπει να ψάξουμε για την προέλευση αυτού του τρόπου ρητορικής απεύθυνσης, όπως για τα πιο πολλά στο χώρο του αριστερισμού.

Και οι αναρχικοί; Οι αναρχικοί λένε συνέχεια "ας πούμε..."!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ., προσβλητικό) Ο φοιτητής αυτός, που κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι ψηφίζει πλαίσια της ΔΑΠ στις συνελεύσεις της σχολής του.

Μπορεί να είναι είτε δηλωμένος Δαπίτης, είτε και καλά ανεξάρτητος και «έχω σιχαθεί τις παρατάξεις στο Πανεπιστήμιο». Έχει και καλά φιλελεύθερες απόψεις και υποστηρίζει πάνω από όλα την ομαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου σε ανοικτές συζητήσεις. Ψηφίζει ΔΑΠ όχι γιατί πραγματικά τη στηρίζει, αλλά γιατί και καλά αυτό τον εξυπηρετεί σε (όλως τυχαίως) κάθε συγκυρία.

Γενικώς, είναι και καλά οτιδήποτε, και καλά κουλτουριάρης, και καλά φιλοσοφημένος, και καλά δραστήριος, και καλά μέσα σ' όλα τα προάγουν την πρόοδο της χώρας και της νεολαίας, αλλά όταν είναι μόνος του, ακούει κρυφά από τα ακουστικά του Νίκο Βέρτη και Χαρά Βέρα. Όταν η παρέα είναι ανάλογη, κυκλολοφορεί με γυαλί ηλίου Gucci, ροζ μπλουζάκι πόλο με σηκωμένο το γιακά και καρό βερμούδα και παραγγέλνει φρεντοτσίνο σε καφετέριες της παραλιακής. Είναι τότε που προβάλλεται το πραγματικό εγώ του, σαν λυκάνθρωπος κάτω από γεμάτο φεγγάρι.

Κρατάει στο χέρι του την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα κινητά, παίζει φανατικά τίτσου, συζητάει κατά 95 % με τους φίλους του για μπάλα ή για αμάξια, και το βράδυ του δεν είναι ποτέ ικανοποιητικό αν δεν έχει κλείσει μπουκάλι σε μπάρα σε γνωστό μαγαζί με νεολαία. Με λίγα λόγια, είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Ελληνάρα.

Κοινή συζήτηση μεταξύ δύο δάπαρων:
- Φιλαράκι, πάμε σήμερα Κίσφις; Έχω κλείσει μπουκάλι βοτκίτσα, θα πω και σε δύο μωρά να έρθουνε, θα περάσουμε πολύ κυριλέ!
- Ναι ρε, γουστάρω! Πήρα κι ένα γαμάτο ροζ μπλουζάκι χθες 200 ευρώ, θα το φορέσω, ε;

Από την αντισυγκέντρωση της ΟΝΝΕΔ στην Κοραή για "Ανοικτά Πανεπιστήμια". (από Khan, 25/11/13)(από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερη φοιτητική παράταξη προσκείμενη στην ΚΝΕ. Π.Σ.Κ. τα αρχικά σήμαιναν Πανσπουδαστικές Συνδικαλιστικές Κινήσεις. Μικρή διαφορά με την μετέπειτα Π.Κ.Σ. που σημαίνει Πανσπουδαστική Κίνηση Συνεργασίας.

Πισικάπα λεγόταν στην «καθομιλουμένη» στον προφορικό λόγο, πώς λέει κάποιος κουκουέ κι όχι Κάπα Κάπα Έψιλον.

Διάλογος προ ετών (80s) στη φιλοσοφική:
- Ρε σύντροφε, ωραία γκόμενα αυτή, στον Ρήγα είναι;
- Όχι ρε μαλάκα, στην Πισικάπα.

(από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συναναστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά δασπίτες, δηλαδή μέλη της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ. Συνάπτουν στενές φιλικές σχέσεις, ακόμη και ερωτικές.

Πολιτική ορθότητα και αποστάσεις από ακραίες τοποθετήσεις, κονφορμισμός και γενικότερη λατρεία προς και από το κοπάδι, ψυχή τε και σώματι. Συνήθως συγγενής κατάσταση με σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα το θετικό οικογενειακό ιστορικό.

Πιο πωρωμένη βερσιόν των απλών δασπόφιλων, άλλωστε στην κλασική πλέον κατάταξη των ειδών κατά Καθηγητή Όακ η εξέλιξη είναι η εξής: δασπόφιλος (λέβελ 1) > δασπόβιος (κώλος και βρακί & προσωπική σχέση με δασπίτη) > δασπίτης (επίσημα εγγεγραμμένο μέλος στην ΔΑΣΠ)

- Άσε, μεγάλε, βγήκε η κυτταρολογική. Έμπλεξες με δασπόβια...
- Όχι, ρε φίλε. Πώς τα πετάς έτσι; Με τι στοιχεία; Θα πιαστούμε δηλαδή, πρόσεχε!
- Δυστυχώς, δε σου λέω ψέμματα. Ανέβασε φώτοζ από το Dream City αγκαλιά με τουλάχιστον τρεις διαβόητους δασπίτες της σχολής. Αν κοιτάξεις το προφίλ της αυτό δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται κατά συρροή εδώ και χρόνια.
- ...
- Λυπάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified