Ο μάτσο και μπρουτάλ φαναρτζής- επισκευατζής- υπάλληλος γκαράζ στα καλιαρντά. Εκ του γκαράζ + τεκνό. Η χαρά του κάθε πισωγιομίδη που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και κάθε γυνής με έφεση σε αρσενικά του τύπου Σάκης ο υδραυλικός.

...Και δικέλω από απέναντι ένα λατσό γκαραζότεκνο...

(από GATZMAN, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατενταρισμένη και πιστοποιημένη κατά ISO διαδικασία κατά την οποία το ανδρικό μόριο χρησιμοποιείται από τον κάτοχο για διαφορετική χρήση από τις ήδη δύο καταγεγραμμένες. Συγκεκριμένα το πέος τοποθετείται προσεκτικά μεταξύ των δυο τελευταίων κουμπιών ενός πουκαμίσου, το οποίο με τη σειρά του μπαίνει εντός του σλιπ με σκοπό να φρενάρεται η τάση του πουκαμίσου μετά από το πολύ 1 ώρα να ανεβαίνει και να φουφουλιάζει κατά το κοινώς λεγόμενο, αναιρώντας κατά πολύ την εικόνα κομψότητας που θέλει να εκπέμπει ο ιδιοκτήτης του πέους και του ενδυματολογικού συνόλου.

Απαντάται και στη μορφή πεόφρενο, πουτσόφρενο, μαλαπερδόφρενο, μπαργαλατσόφρενο κ.ο.κ. αν και λόγω της δημοφιλίας της καλιαρντής, η χρήση του ως ψωλόφρενο είναι σαφώς συχνότερη.

Συντάσσεται με το ρήμα βάζω και οχι τραβώ (κατά το «τραβώ χειρόφρενο») για να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα.

- Ατσαλάκωτος ρε παιδί μου ο Νώντας. Πέντε ώρες με το κουστούμι και είναι σαν να το 'βαλε μόλις.
- Έχει βάλει ψωλόφρενο σίγουρα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Βλ. και μπαργαλάτσος, μαλαπέρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified