Το γνωστό «Γάμησε τα»...
- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.
Το γνωστό «Γάμησε τα»...
- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.
Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα
Got a better definition? Add it!
Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.
Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!
Got a better definition? Add it!
Published
Όπως το βρωμαντικός. Οι κυρίες της εποχής διαβάζανε ρομάντσα, αλλά η Ελλάδα ήταν (είναι) μες στην βρώμα. Σάτιρα της αστικής ελληνικής κοινωνίας.
- Φοβερό βρωμάντσο αυτό με τον Γκλέτσο! Με συγκίνησε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.
- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.
Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.
- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;
Got a better definition? Add it!
Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.
Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...
Got a better definition? Add it!
Μεγάλη συγκέντρωση γυναικών σε κάποιο χώρο.
Άσε πήγα στην καφετέρια της Φιλοσοφικής το πρωί - σκέτη μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.
Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.
Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.
Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει χώνω η αγγαρεύω κάποιον. Το μπιφτέκωμα ετυμολογείται εκ της στρατιωτικής ορολογίας τρώω μπιφτέκι, συνώνυμο του τρώω αγγούρι. Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και στην πραγματική οικονομία.
- Είσαι για κάνα φραπέ το βράδυ;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Θα ξενυχτήσω αποδελτιώνοντας τσιμπιδάκια...
- Μαύρη χελώνα σ' έχει κατουρήσει μ' αυτό το παπάρι!
Got a better definition? Add it!