Further tags

Όταν μια ομάδα ανθρώπων κάνει την ίδια βλακεία (μωρία).

Ίσως και μια ομάδα από μωρά.

Από το Ιντερνέτι:

Το Reservoir Dogs είναι του 1992 και αξιώθηκα να το δω μόνο τώρα!!!Κάλιο αργά παρά ποτέ!!
Η ταινία είναι περιπέτεια, είναι μια συμμωρία που τα μέλη της είναι ο πορτοκαλής, ο άσπρος, ο μπλε,o καφές, ο ξανθός και ο ροζ(ελπίζω να μην ξεχνάω κάποιον) και έπειτα το μεγάλο κεφάλι της συμμωρίας.
Η συμμωρία λοιπόν κάνει μία ληστεία η οποία δεν πάει και τόσο καλά…

Got a better definition? Add it!

Published

Η ενημέρωση που προσφέρουν τα περισσότερα κανάλια, ιδίως σε δελτία ειδήσεων με πολλά παραθύρια και παραθυρομουρμούρα, όπου ο ένας ξεχέζει τον άλλο μέχρι τελικής πτώσεως.

- Ευχαριστούμε που απόψε προτιμήσατε εμάς για την εναγρίωσή σας...

(από Βασίλης-7, 02/05/09)(από Βασίλης-7, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρα γειτονική του Τσιμπουκιστάν.

Ο Πιερ είναι μεν από την Ακτή Ελεφαντοστού, αλλά έχει ρίζες και από το Τσιμπουκτού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από παράφραση της λέξης αμνοερίφια (αρνοκάτσικα).

Ο ποιητής αναφέρεται στις μυριάδες αρνιά και κατσίκια που κατασφαγιάζονται κάθε χρόνο για να δοξάσει το Χριστεπώνυμο πλήθος την Ανάσταση του Κυρίου (Αμνού του Θεού), σε ένα άνευ προηγουμένου φεστιβάλ χοληστερίνης.

Λέμε πως πρέπει να τηρήσουμε τα έθιμα, γιατί αν χάσουμε τα έθιμα, πάει και καλά η φυλή μας (αλήθεια, πού πάει, όρε;)

Και για να παραμείνουμε, πιστοί στις επάλξεις και στα... ιδανικά της φυλής, πλακωνόμαστε ακόρεστα στις... μάσες, ρευόμενοι από εθνική περηφάνια. Έτσι... θα ξανατρέξει καθάριο αίμα ομάδας Ε στις φλέβες μας. Αχ...Αρχίδια - μάντολες!. Θα γελάσει και το παρδαλό ερίφιο. Αν το αφήσουν βεβαίως να ζήσει. Η ζήτηση μεγάλη.

Και εντάξει. Ρευτήκαμε από εθνική περηφάνια... Tα καταφέραμε και πάλι, ε; Τον πιάσαμε το στόχο μας, ε;

Το γεγονός τώρα πως τα άλλα κράτη θεωρούν πως είμαστε του πεταματού... Νταξ... Άσε μωρέ τους βάρβαρους. Το γεγονός πως ο προϊστάμενος θα μας τα πρήξει πάλι αύριο... Νταξ... Λεπτομέρειες. Το έθιμο... Το έθιμο... Ε ρε τρομάρα στα μπατζάκια μας.

Και για να συμβεί τώρα αυτό το «θεάρεστο έργο», τα κυκλώματα της αγοράς, μη χάνοντας ευκαιρία, θα ξεχυθούν πάλι, σαν αιμοδιψείς Τάταροι, ξεκοιλιάζοντας κατσικίδιο για κατσικίδιο για να χεστούν στο ψιλικό οξύ once again.

Σημείωση: Αυτή βέβαια η σφαγή των αμνοεριφίων δεν γίνεται μόνο το Πάσχα. Απλά τότε είναι το κορύφωμά της.

- Φτάνει η γιορτή του Πάσχα. Πάλι οι ορδές των μανιασμένων χασάπηδων θα επιδοθούν σε μεγαλειώδη σφαγή αμνοεριφίων καταντώντας τα αμνοερείπια.

(από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική ονομασία του Πάσχα... με τα αρνιά... να σφάζονται.

- Καλό πάσχα.
- Καλό σφάξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαργαριτάρι για το «αναψυκτικό», που έχει (θαρρώ) περάσει στην σλανγκ. Ίσως λόγω του αναβρασμού και των μπουρμπουληθρών.

- Γουστάρω ένα αναψηστικό! Πιάσε μου μια Έψα!
- Χτύψες;

Got a better definition? Add it!

Published

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταραχή που πλήττει τους εργαζόμενους σε πολλές εταιρίες / υπηρεσίες / τράπεζες του λεκανοπεδίου (και όχι μόνο) κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κύριο σύμπτωμα είναι η εμμονή να διατηρούν -μέσω κλιματισμού- τη θερμοκρασία του χώρου στους 17 βαθμούς (ενώ έξω έχει 33) με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουν...

και...

Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κ.λπ. να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.

-Μα κύριε Σταλινίσκο μου, 17 βαθμούς; Θ' αρπάξουμε καμιά πούντα!
-Πας καλά, Κακομοιρίδη; Εδώ σκάει ο τζίτζικας!

(από nick, 05/04/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης του πρηξίματος που προκαλείται από τη συναναστροφή με φορτικά και ιδιαίτερα κουραστικά άτομα (κοινώς πρήχτες).

Με πέθανε! Μια ώρα με ζάλιζε με τα γκομενικά της. Μιλάμε για 6,5 Πρίχτερ τουλάχιστον...

(από Vrastaman, 12/07/11)Πάνω από 8 (από Vrastaman, 12/07/11)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified