Όταν δεν κλάνεις.
-
Όταν δεν κλάνεις.
-
Got a better definition? Add it!
Από το «δις» και «πιστός».
Διπροσωπία ή και δυο φορές πιστός σε κάτι.
Δηλαδή αυτός που είναι πιστός και στις δυο συζύγους του (δίγαμος),
ή αυτός που είναι πιστός σε δυο πατρίδες,
ή και σε δυο θρησκείες.
Βλέπε και «παθητικός» + «ενεργητικός».
Υποβόσκει σε τέτοια πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό η διχασμένη προσωπικότητα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οικονομικοί.
Εξάλλου όλοι έχουν κάποια τιμή,
κανείς δεν είναι άτιμος,
Α, όλα και όλα, εγώ αγαπώ και την γυναίκα μου στην Αμερική και την γυναίκα μου στην Μόσχα.
Α, όλα και όλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.
Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.
Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκείνος που με δυσκολία συναινεί στην παραγγελία και κατανάλωση πίτσας κατά την παρακολούθηση κάποιου φιλμ ή ματς κυρίως γιατί προτιμά κάποιο άλλο εξίσου υγιεινό έτοιμο έδεσμα.
- Να παραγγείλουμε μία καπριτσιόζα;;
- Πάρε κάνα δίπιτο καλύτερα.
- Αμάν μωρ' αδερφέ μου, είσαι πολύ δύσπιτσος...
Λογοπαίγνιο με το δύσπιστος.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη δεν αναφέρεται στο γνωστό ταχίνι, που τώρα τη Σαρακοστή έχει την τιμητική του (ταχινόσουπα, ταχινένιος χαλβάς, κ.λπ.). Κάτι άλλο θέλει να πει ο Σεφέρης εδώ πέρα.
Ο όρος αναφέρεται, στα ρούχα, παπούτσια, γυαλιά και άλλα προϊόντα του οίκου Sergio Tacchini («Τακίνι», που μέσω παραφράσεως, μπορεί, να λεχθεί, ταχίνι, παραπέμποντας χιουμοριστικά στη φράση: «τα χύνει»).
Η Λίλιαν βλέπει τον Πέρι να φοράει ένα μπλουζάκι Tacchini.
Λίλιαν: Πέρι, τι βλέπω πως φοράμε σήμερα; Ταχίνι, ταχίνι;
Πέρι: Αχ το μυαλό σου, δεν ξεκολλάει με τίποτα απ' το φίκι φίκι.
Λέει και την προσπερνάει ταχύνοντας το βήμα του.
Λίλιαν: Πότε θα τα πούμε;
Πέρι (από απόσταση): Ταχιά!
Got a better definition? Add it!
Κάτι μεταξύ του «επιτέλους οι δυο μας» και του α να σε γαμήσω....
Πηγή: Ιωνάς.
Επιτέλους πηδυό μας είπε ο Τζύμπριος γερομπινές στον Πέρι κι έπεσαν οι τίτλοι τέλους με happy ending. (Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που κατέφτασε το Λίλιαν).
Got a better definition? Add it!
Published
Got a better definition? Add it!
Παμπάλαια δόκιμη λέξη εκ του «έσχατον» και «γήρας», που δηλώνει άρα τον ευρισκόμενο σε έσχατον γήρας, δηλαδή τον πάρα πολύ γέρο. Ορθογραφείται η κατάληξη με ωμέγα, όπως το «αγήρως», επειδή θεωρώ ότι προέρχεται εκ συναιρέσεως «εσχατογήραος»-«εσχατόγηρως» («εσχατογήρως» θα ήταν κανονικά αλλά υπάρχει και η σλανγκική αδεία).
Ωστόσο, η λέξη σλανγκίστηκε ως ένα σλανγκολόγιο ισοδύναμο για τον «σκατόγερο», δηλαδή για τον γέρο με σκατένιο χαρακτήρα. Να σημειώσω ότι γενικότερα υπάρχει η τάση να παρετυμολογείται το «σκατόν» από το «έσχατον», επειδή είναι ομοίηχα και το «σκατό» είναι άλλωστε το «έσχατο» του πεπτικού συστήματος. Ομοίως, υπάρχει η τάση να συμφύρονται η «εσχατολογία» και η «σκατολογία». Όμως, το σκατό ετυμολογείται:
σκατό < μεσαιωνικό: σκατόν από τον πληθυντικό σκατά του αρχαίου σκωρ, σκατός = περίττωμα < ινδοευρωπαϊκό sker- = αποπατώ, πρβλ λατινικό *muscerda = περίττωμα ποντικού.
Ενώ:
έσχατος < έχσ-κα-τος / *έξ-κα-τος < πρόθεση *εξ, πρβλ έγκατος, έγκατα < ινδοευρωπαϊκό *eghs.
Οπότε ο όποιος συσχετισμός υπάρχει μόνο στα πλαίσια της καλπάζουσας σλανγκικής φαντασίας μας.
Ασίστ: Mes, Vrastaman.
Στο ρετιρέ της Αμαλίας το Λίλιαν γαμήθηκε ακόμη και μ' αυτόν τον εσχατόγηρω, τον Επαμεινώνδα!
Got a better definition? Add it!
Ο μαλακοκαύλης.
- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φτιάχνω στιχάκια.
Μαράκι, θέλω να στιχώσω, αλλά δε μου 'ρχεται έμπνευση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified