Πόλη στο Μεξικό... όπου όλοι γελάνε πολύ.
Το πιάσατε, έτσι;
- Πάμε διακοπές στο el oel;
- Χάχαχαχα. Μέσα. Με χίλια.
Πόλη στο Μεξικό... όπου όλοι γελάνε πολύ.
Το πιάσατε, έτσι;
- Πάμε διακοπές στο el oel;
- Χάχαχαχα. Μέσα. Με χίλια.
Αν δέν το πιάσατε, δείτε και lol, λολ.
Got a better definition? Add it!
Καλή φαση που παίχτηκε με πολλα μουνάκια.
- Καλά, χθες στο παρτυ, μιλάμε για maximoun experience!
Got a better definition? Add it!
Ο μαλακοκαύλης.
- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Ουδέτερο) Το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.
Συνδυασμός του «ρεζουμέ» με το «ζουμί».
Παραγωγή: ρεζουμίζω - αορ. ρεζούμισα μια γριά χανούμισα, ενώ σε ορισμένες αργκοπεριοχές συναντάς ενίοτε το ρεζουμάρω - αορ. ρεζούμαρα τα παλιά τα φούμαρα.
Το ρεζουμί της υπόθεσης με το ΔουΝουΤου είναι: «Δίνε Του» (και με τις δύο υφολογικές σημασίες δηλ. «Δίνε Του εξωαποδώ» και «Δίνε Του, Δίνε Του Δίνε Του μέχρι να σκάσει το βλαμμένο»).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.
Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.
- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.
- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;
Got a better definition? Add it!
Καλοβυρνιά που χαρακτηρίζει τον τέλειο άντρα, αυτόν που συνδυάζει την αγριάδα ενός πιτ μπουλ με την τρυφερότητα ενός σπιτόγατου.
Πάσα (Δ.Π.): Allivegp.
- Μου αρέσει που ο Γιάννης μου είναι σπιτόγατος. Καθόμαστε όλη την Κυριακή και κάνουμε κοκούνινγκ!
- Εμένα ο δικός μου είναι σπιτ μπουλ. Όλη τη μέρα κάνουμε γκουζγκούνινγκ!
Got a better definition? Add it!
Πρωτεΐνη του τρίτου κύκλου του Κρεμπς, της ανοσιοδιασταλτικής γονιδιακής φωσφατίνης, της οικογένειας των φεϊσμπουκιδών.
Εμφανίζεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με απλή ενεργητική μορφή, είτε στην βαρύτερη αυτοάνοση και αυτοπαθή. Πρόκειται για την ανάγκη κάποιου να βγάζει στη φόρα τα σώψυχα, τα σώβρακα και τα γκαγκά του προς άγραν μερικών like, να δημοσιεύει hoaxes τόσο προφανή όπως «Σοκ, δείτε τον άνθρωπο που έφαγε 2.5 κιλά φασολάδα βραστερή και δεν έκλασε» ή «chain messages» σαν το κλασικό «στα 12 shares που θα γίνουν απ το δικό σου μεγαλώνει ο παργαλάτσος σου 12micron».
Η δράση της είναι άμεση, καταπραϋντική και αντιγηραντική. Εκλύεται ακόμη με δημοσίευση τραγουδιών με άποψη και σπάνιων, που κανείς δεν ξέρει όπως το «nothing else matters», «losing my religion» αν πρόκειται για ξαναμμένο ροκά ή τη «συννεφιασμένη κυριακή» αν είναι λαϊκό παιδί. Από κάτω βάζει πρώτος το like παίρνοντας την ημερήσια συνιστώμενη δόση του. Αυτή είναι και η βαριά μορφή της μεταλλαγμένης likeίνης, εφάμιλλη του αυνανισμού μπροστά σε καθρέφτη με φαντασίωση φτασμένου γαμιάς.
Ρε μαλάκα θα τη μπλοκάρω την Τασούλα απ το φουμπου, έβγαλε φωτό την πρώτη ματωμένη σερβιέτα της, τζάνκι για likeίνη έχει καταντήσει.
Got a better definition? Add it!
Όταν δεν κλάνεις.
-
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για αστεϊστική αντωνυμία του waterproof (αδιάβροχο).
Από το αγγλικό water (νερό) και το ρουφάω.
- Πήγα χθες παραλία και ξέχασα ο μπινές να βγάλω το ρολόι μου...
- Και; Τι έγινε; Χάλασε;
- Γαμησέ τα. Wateρουφ!
Got a better definition? Add it!