Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.

Πάμε για μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που συναντάται συχνά σε φοιτητές που μαζεύονται σε ένα σπίτι και πίνουν μπάφους όλο το βράδυ.

Εκτός από το συνεχές στρίψιμο και κάπνισμα, συχνά απασχολούνται με ασχολίες που δεν απαιτούν σκέψη, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης (συνήθως ηλίθιων εκπομπών και όχι ταινιών), μουσικής και πιο συχνά από όλα λιώσιμο στο playstation.

Αναφέρεται και ως λιώσιμο ή άραγμα.

- Θα έρθεις το βράδυ στον Μιχάλη, ψώνισε σήμερα και έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε για μπαφοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρώμα ζάχαρης στον πάτο του ποτηριού του καφέ. Παροδόξως, ενώ είναι εμφανές με γυμνό μάτι και μάλιστα από απόσταση, οι υπεύθυνοι παρασκευής του ροφήματος αγνοούν παντελώς την ύπαρξή του. Ιδιαίτερα ενοχλητικό σε κρύους καφέδες όπου χρημοποιείται καλαμάκι, καθότι ο καφές είναι «γαλακτομπούρεκο» στο κάτω μισό του ποτηριού και «του μακαρίτη» (ή «της παρηγοριάς» αν προτιμάτε) στο άνω μισό.

Όπως διάβαζα την εφημερίδα, πάω να πιω μια γουλιά απ'τον καφέ που μού'φεραν και τραβάω όλο το καφεμέζι. Αναγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώμα από LSD. Από τα τριπ + πίτα.

Πηγή: GATZMAN.

Μαζευήκαμε όλοι στο μπαφόσπιτο και γίναμε τρίπιτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεκτικό υβρίδιο εκ του ελληνικού «λιώμα» και του αγγλικού «lost».

Περιγραφικό καταστάσεως κλασμεντέν.

- Λιοστ, ρε πούστη μου...
-Έαε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified