Further tags

Από το γαμώ και αιθεροβάμων, που προκύπτει από το αιθεροβατώ, δηλαδή περπατώ στον αιθέρα, άρα είμαι ουτοπιστής. Η αρχαιότατη αυτή λέξη μαρτυρείται καμία φορά στον Όμηρο, καμία στον Ησίοδο, σχεδόν μία στον Αισχύλο, και μία στον Βραστάνδρα.

Οι ερμηνευτές εικάζουν ότι η Πυθία του αναγραμμαντείου μπορεί να εννοούσε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

1) Ο ουτοπικός εραστής που θεωρεί ότι τίποτα λιγότερο από ένα θεόμουνο δεν είναι άξιο για τον πούτσο του. Τι λέω; Τι θεόμουνο; Ημιθεόμουνο και βάλε! Του αποδίδεται το Kavli Prize for best Utopia, κι εντέλει μένει με το Kavli στο χέρι. Στην δημοτική σλανγκ λέγεται αερογάμης και ανεμογάμης.

2) Ο αερογάμης με την έννοια ότι δεν γαμεί καθόλου, παρά μόνο αέρα. Ο Στρατηγός Άνεμος της σεξουαλικής ζωής. Σύγκρινε με ανεμογκάστρι.

3) Αυτός που εκτελεί γαμήσι του αέρος.

4) Ίσως κι αυτός που γαμά σε αεροπλάνο/ ελικόπτερο κτλ.

5) Εναλλακτικώς, αυτός που γαμεί αιθέρια ύπαρξη.

Μας έλεγε ο Πέρι ότι «ναι, μεν, καλό το Λίλιαν, αλλά του λείπει κάτι λίγο για να γίνει απόλυτη κλεψύδρα» και νομίζαμε ότι είναι αιθερογάμων. Τελικά αποδείχτηκε ότι το στίλβει το ελεφαντοστό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσικό ελληνικό γυναικότυπο που θυμίζει μήλο.

Οι μηλαρούδες έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω από την μέση: διαθέτουν στιβαρούς ωμούς και πλούσια βυζιά, πλαισιωμένα σε μια δυσανάλογα στενή λεκάνη, έναν επίπεδο κώλο και δύο λεπτά πόδια.

Α. Ασύμμετρες αναλογίες
Η αναλογία μέσης - γοφών μιας μηλαρούς είναι στην καλύτερη περίπτωση 0,80 ενώ η χρυσή αναλογία Fibonacci μιας κλεψυδρομούνας κυμαίνεται από 0,6 έως 0,7 το πολύ.

Β. Ασύμμετρες απειλές και ευκαιρίες
Οι μηλαρούδες έχουν ανδροειδή κατανομή λίπους. Συσσωρεύουν τα περιττά λίπη τους ενδοκοιλιακά, κυρίως στην μέση το στήθος και το πρόσωπο, και ωσεκτουτού είναι πιο ευάλωτες σε καρδιοαγγειακά τραλαλά από ότι οι αχλαδομούνες που τα αποθηκεύουν σε μπούτια και κώλο. Σε αντίθεση με τις αχλαδομούνες όμως, με σωστή διατροφή και γυμναστική οι μηλαρούδες χάνουν τα λίπη τους πιο γρήγορα και πιο ομοιόμορφα και μπορούν να προσεγγίσουν τον χαρακτηρισμό «μουνάρα». Εάν όμως παραμείνουν ανεξέλεγκτες, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε μπαζοειδείς ανδρούτσους.

Γ. Ασύμμετρο σεξ
Οι προκρινόμενες σεξουαλικές στάσεις, από οπτικής και απτικής απόψεως, είναι οι αντικριστές π.χ. ιεραποστολική, και μηλαρού-από-πάνω καθώς επιτρέπουν την βέλτιστη οπτική τέρψη και απτική ψηλάφηση των πλούσιων βυζιών της μηλαρούς. Αντιθέτως, κάθε μη αντικριστή στάση (π.χ. σκυλίσιο) συνεπάγεται χαμηλό πιτσιλαμπίλιτυ δεδομένου ότι η τυπικές μηλαρούδες είναι τετραγωνόκωλες ωσάν τον Μπόμπ τον Σφουγγαράκη.

[I]Γνωστές μηλαρούδες:[/i] Catherine Zeta Jones, Κate Winslet, Drew Barrymore, Elizabeth Hurley, Angela Merkel, Ντόρα Μπακογιάννη.

Βλ. επίσης: Αρχοντομούνα, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, Φρατζολίνα Ζολί

Πέρι: - Ρε συ το Μαριλού – η φίλη του Λίλιαν ντε! – λέει σαν γκομενάκι! Απίστευτο πρόσωπο, βυζί αναφοράς! Κρίμα που ο κώλος της υστερεί λιγάκι καθ’ ότι μηλαρού...

Μένιος: - Τελέρε! Το Μαριλού μετουσιώνει το όνειρο του κάθε μπάι: από βυζί Dolly Parton και από κώλο, Charlton Heston!!!

Πέρι: - Charlton Heston!!! Μ’ έφτιαξες, φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο μουνί και στον κώλο. Αποκαλείται έτσι, γιατί κατά την διάρκεια της συνουσίας τα αρχίδια «χτυπάνε» - «αναπηδούν» σε εκείνο το σημείο.

Tα δύο αυτοκίνητα ήταν τόσο κοντά, που το διάστημα ανάμεσα τους ήταν μικρότερο και απ' την αρχιδοχορεύτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια παράγωγη λέξη από τον προσφιλή, σε όλους μας, χαρακτηρισμό των αντιπαθεστάτων ατόμων, δηλαδή το αρχίδι, αλλά με αυξημένη προσβλητική δράση, καθότι περιέχει κι ένα συνθετικό, το οποίο βρίσκεται επίσης κάτωθεν της οσφυϊκής χώρας.

Αντί να ταυτίζουμε δηλαδή κάποιον με τον έναν εκ των γενετησίων αδένων, του φορτώνουμε κι ένα κωλο- μπροστά και τον κατατροπώνουμε ... ή του κλάνουμε και τους δυο.

Μάλλον προέρχεται από την ιατρική ορολογία, γιατί υπάρχει ασθένεια (ελεφαντισμός), όπου τα αρχίδια διογκώνονται σε σημείο να κρέμονται κάτω από τους γλουτούς και να φαίνονται έτσι σαν ένας δεύτερος κώλος, ή να αγγίζουνε τον κώλο.

- Καλά ρε συ... σου κανε τέτοιο πράγμα;
- Αφού είναι κωλάρχιδο, τά 'παμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηδάριθμος: το σύνολο των ερωτικών συντρόφων ενός ατόμου.

Διασταυρωμένη αλήθεια: οι άντρες δίνουν πάντα μεγαλύτερο πηδάριθμο από τον πραγματικό (για ευνόητους λόγους), ενώ οι γυναίκες δίνουν πάντα μικρότερο (για ευνόητους λόγους).

- Τι πηδάριθμο έχεις;

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως γυναίκα που αρέσκεται να καταπίνει το σπέρμα δίχως φειδώ, αιδώ κι αμφιβολίες. Μάλιστα, ο ρυθμός πόσης του είναι αντιστρόφως ανάλογος με την καθαρότητα αυτού που την σπερμοχύνει. Άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει μια καταπιοσπερμιόλα είναι πως ζει για να καταπίνει.

Χμ... μια υπέροχη σύνθετη λέξη αποτελούμενη ουσιαστικά από τις ρίζες των κάτωθι:
ρήμα: καταπίνω (να καταπιώ)
ουσιαστικό: σπέρμα(το... γνωστό παχύρρευστο και κατέχων εξέχουσα και ξεχωριστή θέση στις καρδιές... εχμ, πιο σωστά στα λαρύγγια, αλησμόνητων κυριών-ενίοτε και «κύριων»)
και την κατάληξη του επιθετικού προσδιορισμού γαμιόλα

τουτέστιν ΚΑΤΑΠΙΟΣΠΕΡΜΙΌΛΑ (τα κεφάλαια προαιρετικά προς έμφαση).

Αντώνης: - Και που λες, πάλι σήμερα στη δουλειά κατάφερε να με συγχύσει το πουτανάκι η Έλσα.
Λεωνίδας: - Έλα μωρέ φίλε, ακόμα ασχολείσαι με την καταπιοσπερμιόλα... Πάψε να ασχολείσαι, αυτή πίνει το καταπιόσπερμα.

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχετε χημεία με κάποιον στα πάντα εκτός από το σεξ.

Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008.

«Τι κρίμα που με τον Χρήστο έχουμε ανόργανη χημεία» αναστέναξε ο Πέτρος και έσβησε το τηλέφωνό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που πνίγει το κουνέλι, αλλά έχει μια αξιοθαύμαστη προτίμηση στο τσιμπούκι.

Μην τη βλέπεις έτσι σεμνή... τσουτσουνοπνίχτρα είναι η Αλέκα. Άμα σε βάλει κάτω θα σε στραγγίξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified