Ο μεζές του πέους / πούτσου. Η γκομενίτσα που φοράει πλατφόρμες και ψηλοτάκουνα και πάλι στο 1,60 βρίσκεται. Η πολύ κοντή γκόμενα η οποία ίσως έχει όμορφο πρόσωπο ή αδύνατο σωματάκι αλλά παρόλ' αυτά διατηρεί ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει μοντέλο, να βρει χορηγό κούκλο και δίμετρο μόνο επειδή της είπαν κάποτε ότι είναι γλυκούλα! Όταν είναι μόνη, της βγαίνουν όλα τα κόμπλεξ γιατί πολύ απλά ένα ωραίο προσωπάκι δεν αρκεί για να σε κάνει γκομενάρα στο 1,50. Καταλήγει πουτσομεζές για τους μερακλήδες επιβήτορες.

- Συγγνώμη αλλά μου αρέσουν οι άντρες από 1,90 και πάνω!
- Χαχαχαχα δεν το περίμενα ποτέ από πουτσομεζέ αυτό ειλικρινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνισταμένη δύο κλασικών πλέον βρασταμανικών λημμάτων, ήτοι οαρκούρδος είναι αρκούδος και μελαψός Αγγλοσάξων ή Γαλάτης ή Τεύτων ή γουατέβα, αλλά περισσότερο στην απόχρωση της σκουριάς.

Βέβαια, στις προθέσεις του λημματονουνού Κνάσου και της φίλης του, που το εφηύρε για «κάτι περίεργους, μαυριδερούς, βρώμικους και τριχωτούς Άγγλους σε ένα αεροδρόμιο» δεν ξέρω αν περιείχετο η γκέι έννοια. Πλην ύστερα από την πρόσφατη λημματογράφηση του αρκούδου, κάθε μη αρκούδως γκέι εκδοχή του αρκούρδου έχει πλέον καταστεί παρώ. Βέβαια, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί η έκφραση και για έναν στρέιτ μελαψό βερμουδιάρη, πλην φοβούμαι ότι θα δημιουργηθούν εύλογες υποψίες μήπως ο χαρακτηριζόμενος ως αρκούρδος το αυτονομεί το Κουρδιστάν ή, εναλλακτικώς, το γλείφει το μέλι...

Αρκούρδος, λοιπόν, ο αρκούδος με απόχρωση σαν Κούρδο, ή πάκι ταμπαβιόλη.

Trivia: 1. Πριν από την φίλη του Κνάσου, η έκφραση υπήρχε επίσης σε κρύα ανέκδοτα του στυλ: - Τι είναι καφέ, ζει στα δάση και το κυνηγάνε οι Τούρκοι; - ...;
- Ο αρκούρδος.

- Τι είναι καφέ, τρώει μέλι και έχει κουπιά; - ...;
- Η βαρκούδα.
κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι μας πολυενδιαφέρει αυτό.

  1. Η αρκούδα είναι ένα από τα πιο σλανγκενεργά ζώα. Παραθέτω έναν ενδεικτικό κατάλογο: αρκούδα, αρκουδάκος, αρκουδέας, αρκουδέης, αρκούδες, αρκουδιά, αρκουδιάρης, αρκουδίσιον, αρκουδίτσα, αρκουδοπεταλούδα, αρκούδος, αρκούδως, βολική αρκούδα, της αρκούδας, το χώσιμο της αρκούδας, χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; κ.ά.

- Χέζουν οι αρκούρδοι στο δάσος;
- Δύσκολο το κόβω...

Λε-λε-λευτεριά, λευτεριά στον αρκούρδο!

Το αποσχίζει το Κουρδιστάν (από Khan, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.

  2. Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.

Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος.

- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;

Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.

πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη

- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, αυτός που το γλεντάει «από πίσω».

- Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες.

«Ποιό λεβέντη; Τον τέτοιο μου τον πισωγλέντη...» (Ελληνοφρένεια) (από vikar, 12/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified