Further tags

Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.

  1. - Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!

  2. - Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...

Στο 10.32. (από Khan, 21/04/14)

Δες και ψαγμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπληκτικά, με γαλλική κατάληξη, άρα και προφορά: «καταπληκτικμάν». Χρειάζεται αδελφίστικη χροιά στη φωνή, και σπάσιμο του καρπού προς τα έξω.

- Πώς περάσατε;
- Καλέ καταπληκτικμάν, συζητάς τώρα...

βλ. και ανπιστεύαμπλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατά την αιματοχυσία): Το ξέρασμα.

- Θυμάσαι τότε που ακούγαμε Metallica και Helloween στο παλιό σου σπίτι και είχαμε λιώσει στο ουίσκι;
- Πώς να μην το θυμάμαι ρε μαλάκα, αφού ξέρναγες πάνω στα μάτια της κουζίνας που τα είχες περάσει για τον νεροχύτη!
- Ε αφού ρε παπάρα εσύ είχες πάρει τη χέστρα αγκαλιά πήγα κι εγώ στην κουζίνα, αλλά μπερδεύτηκα...
- Τι εμετοχυσία ήταν αυτή ρε πούστη μου... Αυτά ήταν χρόνια, όχι όπως τώρα που δουλεύουμε σαν μαλάκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψιλή βροχή, λιγότερο και από το ψιλόβροχο...

- Μας φτύνουν;
- Όχι ρε... Ψιλοψιλοβρέχει of course!!

Δες και ψιλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλάσιμο, όχι βέβαια υπό την κλασσική έννοια των εκ του πρωκτού εκπορευομένων βρωμερών αερίων, αλλά αυτό που σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για κάτι. Συντάσσεται με το ρήμα έχω, υποδηλώνοντας ότι το υποκείμενο έχει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων σε σχέση με το κλασμένο αντικείμενο.

- Μ' έχει στο ζαρτ η Σούλα και τα 'χω δει όλα. Τι τηλέφωνα πήρα, τι κάτω απ' το σπίτι της πήγα κι έστησα περίπτερο, τι λουλούδια έστειλα, αυτή εκεί, στο κλάσιμο. Μπας κι έχει γκόμενο δεν ξέρω...
- Όοοοχι. Γιατί το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Moonstorm, καταιγίδα απο μουνιά. Το θέμα της λέξης μουνί (δηλαδή το μουν-) ταίριαξε με το αγγλικό moon + storm = moonstorm - μουνοκαταιγίδα

Πωπω ρε φίλε μου, έπεσα σε moonstorm, παντού μουνιά λέμε λέμε !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επική διάθεση που σε κάνει να θέλεις να φορέσεις την πανοπλία σου, να πάρεις το σπαθί σου, να καβαλήσεις το άλογό σου και να αρχίσεις να θερίζεις εχθρούς (ή κάτι ανάλογο).

Η επικίλα προκαλείται από διάφορα ερεθίσματα: από επική μουσική (π.χ. κλασσική ή epic metal), από επικά έργα, από επικές ομιλίες (π.χ. την ηρωική ομιλία του Churchill το 1942, στον Β' Παγκόσμιο) κτλ. Μια μεγάλη επική στιγμή της σύγχρονης Ελλάδας είναι η τελευταία εκπομπή του Καναλιού 67 (15-9-1993), με τον Βασίλη Λεβέντη να τα δίνει όλα.

  1. - Τι ψωνάρες που είναι αυτοί οι Manowar...
    - Ψωνάρες ξεψωνάρες, τα πρώτα τους άλμπουμ βγάζουν τέτοια επικίλα που θες να πάρεις το σπαθί σου και ν' αρχίσεις να θερίζεις κεφάλια!

  2. - Πώς ήταν η ταινία;
    - Καλά, έβγαζε πολύ επικίλα μιλάμε!

  3. - Ρε τον αλήτη, είδες πώς μας παράτησε για να πάει σε άλλο συγκρότημα;
    - Άσε, έχω τρελά νεύρα... Βάλε Λεβέντη να ακούσω επικίλα μπας και ξεδώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι απίστευτα μακάβριος. Η ετυμολογία είναι αυτονόητη.
Copyright: Παναγιώτης Μαυριώτης. (Εναλλακτική ορθογραφία: μακμεθαύριος).

- Πώωω ρε συ...καλά και τού 'κοψε το κεφάλι στην ψύχρα; Τι ταινίες μακάβριες είναι αυτές που βλέπεις;
- Άσ' τα, μη σου πω και μακμεθάβριες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified