Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).
- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.
Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).
- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.
Got a better definition? Add it!
Το καλαμάκι που χρησιμοποιούμε για να πιούμε.
Εκ του σχήματος και του ρουφήγματος.
- Ρε Σώτο... Δε μπορώ να πιω απ' αυτόν το σωλήνα που μου 'βαλε τη γκαζόζα ρε γαμώτη μου...
- Ζήτα της ένα ρουφοκαυλέτο ρε παιδί μου κι εσύ... Σε μια κουταλιά νερό πνίγεσαι άχχχρηστο κουφάρι...
- Ρε Σώτο... Πείνασα ρε... Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ήρθε ξαφνικά όρεξη για σουβλάκι...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για αστεϊστική αντωνυμία του waterproof (αδιάβροχο).
Από το αγγλικό water (νερό) και το ρουφάω.
- Πήγα χθες παραλία και ξέχασα ο μπινές να βγάλω το ρολόι μου...
- Και; Τι έγινε; Χάλασε;
- Γαμησέ τα. Wateρουφ!
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε έργα τέχνης που, εκμεταλλευόμενα την επικαιρότητα, αποκτούν αξία μεγαλύτερη της πραγματικής τους, χρησιμοποιώντας με τρόπο ιλαρό τον ενθουσιασμό της παρούσας στιγμής, που τα ανάγουν σε μνημεία πολιτισμού χωρίς στη πραγματικότητα να περνούν το μέσο όρο και μετά από 10 ή και περισσότερα χρόνια φαντάζουν παράταιρα σε όλους εκτός από κάποιους σκληροπυρηνικούς οπαδούς συγκεκριμένης ιδεολογίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο, του Νίκου Τζίμα.
-Την είδες την καινούρια ταινία του Ken Loach;
-Έλα μωρέ, ακόμα ένα κλασσικό αριστερούργημα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.
Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...
- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κυλόττες και τα σλιπάκια που δεν θεωρείς τόσο σέξι όσο τα άλλα που έχεις. Τα κοινολάκια τα φοράς στη δουλειά ή όπου αλλού κρίνεις ότι δεν πρόκειται να τα χαρεί κανείς.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2007.
Με φρίκη η Κική διαπίστωσε ότι όλα τα καλά της κυλοτάκια ήταν για πλύσιμο και θ' αναγκαζόταν να φορέσει κοινολάκι στο ραντεβού της με τον ενδιαφέροντα τύπο που γνώρισε προχθές.
βλ. και περιοδόβρακο
Got a better definition? Add it!
Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά ακριβώς δύο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδρολέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.
- Προσπαθούσα όλο το απόγευμα να σε βρω και δεν μπορούσα!
- Α, εσύ ήσουν στο υδρολέφωνο;
Got a better definition? Add it!
Πλαστικές σακούλες με χερούλια από σκληρό πλαστικό, ειδικά κατασκευασμένο να σου κόβει τα χέρια όπως κι αν προσπαθήσεις να τις πιάσεις. Οι σακούλες αυτές είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους ώστε να βάζεις πολλά και βαριά πράγματα και έτσι να διευκολύνεται η κατακρεούργηση του χεριού σου.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.
«Αχ, μόνο χερουλομάχαιρα έχετε; Αφήστε, θα το πάρω αγκαλιά.»
Got a better definition? Add it!
Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!
πλεονάζει
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπινου είδους, που κάποιοι λένε ότι ξεπερνάει και το τροχό.
Το ακουμπιστήρι, όπως λέει και το όνομά του, είναι οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να ακουμπάς πράγματα που σου απασχολούν τα πολυάσχολά σου χέρια. Μπορεί να είναι είτε κάτι κατασκευασμένο για αυτό το σκοπό –π.χ. ένα τραπεζάκι, μια εταζέρα, η θήκη για το ποτήρι στο αυτοκίνητο– είτε μια πατέντα –γυρισμένο καφάσι ανάποδα που εφαρμόζουν στις τρύπες του και τα ποτηράκια, χαμός σας λέω!– είτε κάποιο αρκετά οικείο σας πρόσωπο ( βλ. κομοδινοκούνελο). Κρίνεται απαραίτητα για οποιαδήποτε βαριά χειρωνακτική δουλειά, όπως είναι το άραγμα με μπύρες, τη χαρτοκοπτική –κόλλημα σε εξωτερικούς χώρους και άλλα πολύ κουραστικά πράγματα.
Τα ακουμπιστήρια είναι υπερπολύτιμα σε σκοτεινούς ή / και σε υπαίθριους χώρους, αναλογιστείτε απλώς πόσες φορές χάσατε κάτι σε παραλία επειδή το αφήσατε χάμου και το έφαγε η μαρμάγκα. Τώρα όμως ξέρετε και θα αναζητήσετε την επόμενη φορά ένα καλό ακουμπιστήρι!
( βλ. βίδεα και φωτό)
Got a better definition? Add it!