Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στοματικός έρωτας, το τσιμπούκι, ο πεοθηλασμός.

Λεξιπλασία εκ του καλαμπαλίκια (= όρχεις και το όλον πακέτο) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων και πέους.

γενικα η κοπελα απο σωμα εχει ωραιο χωρις καμπυλες που να σε αναστατωσουν, βυζακι μεσαιο κρεμαει ωραια, κωλαρακι απον, αν την κοιτας απο πισω δεν σου σηκωνετε, ξεκινησε χωρις προκαταρτικα κατευθειαν περασμα της καποτας αφου πρωτα προσφερε πρωτα αγριο καραμπαλικινγκ.!εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified