Further tags

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.

-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.

(από Hank, 08/02/09)the graduate (από allivegp, 23/05/09)Απ\' το 1.30. (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικιακή βοηθός που βρίσκει την ευκαιρία και την πουλεύει με όλα τα τιμαλφή του σπιτιού.

-Είχα χρυσή μου μια γυναίκα για το σπίτι, αλλά εκείνη πήρε τ' ασημικά και τον πούλο και ακόμα τρέχει. Παραπουλεύτρα, κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα σπάει σε όλους δημοσιεύοντας συνέχεια απαντήσεις σε κάποιο forum, ή στέλνοντας email, χωρίς τα οποία όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα.

Προκύπτει από το σπαμ (spam) + σπασαρχίδας.

- Απάντα του ρε!
- Δε μπαίνω καν στο τριπάκι ν' απαντήσω στο σπαμαρχίδα! Θα με πρήξει στα PM μετά...

για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας (από jesus, 28/06/08)Το ορίτζιναλ σπαμ (από poniroskylo, 28/06/08)

βλ. και σπαμστικός, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.

- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, αυτός που το γλεντάει «από πίσω».

- Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες.

«Ποιό λεβέντη; Τον τέτοιο μου τον πισωγλέντη...» (Ελληνοφρένεια) (από vikar, 12/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο ψευτομανής, ο όχι και τόσο αλήθειας τελικά.

- Και τι λέγατε με τον Σάκη;
- Ε μου λεγε τα ψέμματα που λέει συνήθως και το 'παιζα ότι εντυπωσιαζόμουν. Πάντως τον έχουν πάρει γραμμή όλοι τον Μπαρμπαλήθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.

-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης.

- Όλη μέρα φαΐ, ύπνο και καυλομαχητό ο τύπος. Σκέτη κουραδομηχανή.

(από ironick, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified