Further tags

Δε χρειάζονται και πολλές επεξηγήσεις για ετούτη εδώ τη λεξούλα, αναφορικά όμως: το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειάς του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στην πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.

Συζήτηση σε γνωστό καφέ στη Γλυφάδα :
- Πώς πήγε η η συνέντευξη;
- Πάτος! Μου δίναν 700 καθαρά και γω ζητούσα 1100.
- Το Πάσχα λέω να πάω κάνα ταξιδάκι για ξεκούραση, θα πάρει ο πατέρας μου το δώρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του βρυκόλακας + δράκουλας. Αναφέρεται σε πανάσχημο πρωταγωνιστή ταινιών τρόμου, αλλά και κατ΄επέκταση στον επαγγελματικό χώρο σε κάτι καρα-άσχετους και ψιλοάσχημους τύπους που θέλοντας να επιβληθούν έχουν δεσποτική συμπεριφορά.

Ωχ κρύψε τα ποτά από το γραφείο μην το πάρει πρέφα ο βουρβούλακας από μέσα και έχουμε τραβήγματα με τον μεγάλο.

Cunt Dracula (από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεύθερη μεταφορά του fucktard.

- Ο Μπάοκ έχει μεγαλύτερη ιστορία απτόν Ολυμπιακό.
- Τι λες βρε ΓΑΜΗΛΙΘΙΕ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος. Εμφανώς επηρεασμένο από τον Stiffmeister.

Μην πας γήπεδο με τον Σάββα, είναι τρελός γκαντεμάιστερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα 30+, MILF, εκ του mature.

Η μάνα του Βλάσση είναι τρελό ματσούρι σου λέω!

ΚΙΤΑΡΟ,τρελλό ΜΑΤSURI (από gaidouragathos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φτωχός ξάδελφος του χλιδάτου. Ο χλιδάμπουρας έχει μεν φράγκα, τα οποία έχει αποκτήσει σχετικά πρόσφατα, αλλά το λαϊκό του παρελθόν είναι προφανές σε αντίθεση με τον χλιδάτο που είναι μια ζωή στη χλίδα.

Η καταληξη -άμπουρας παραπέμπει ακριβώς στη λαϊκή φύση του εν λόγω κυρίου, την οποία ο εκάστοτε περιγραφών κατανοεί πλήρως, αφού είναι και ο ίδιος παιδί του λαού.

Η εν γένει κατάσταση του χλιδάμπουρα ονομάζεται χλιδαμπουριά, αν και ο όρος δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά.

  1. - Ώπα Μερσέντα ο Νώντας. Και γκάμπριο κιόλας!
    - Πολύ χλιδάμπουρας ο δικός σου!

  2. - Χθες είμασταν Γονίδη, τραπέζι-κάλτσα κι ο Νώντας (σ.σ. ο με τη Μερσέντα) έκανε 1500 ευρώπουλα λογαριασμό μόνο απ' τα λουλούδια.
    - Μέσα στη χλιδαμπουριά τον βρίσκω.

Καθ. χλιδάμπουρ, κατά το αρχιδάμπουρ. Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αποτελεί τη δεύτερη παράγωγο της αρχικής ο γαμάω, η όποια αρχικώς εξελίχθηκε σε ο μάο γαμάω (σαφές λογοπαίγνιο που αναφέρεται στην δεσπόζουσα θέση του μεγάλου τιμονιέρη στην κομμουνιστική Κίνα) και τελικός σε ο γκραν γαμάω, όπου το πρώτο συνθετικό υποδηλώνει το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και το κύρος του γαμόντος.

Ο γκραν γαμάω είναι αυτός που κατέχει (ή νομίζει ότι κατέχει) ιδιαίτερη θέση εντός ενός ομοειδούς συνόλου. Οι παράγοντες που συνηγορούν στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό σχετίζονται με την οικονομική επιφάνεια, την άσκηση επιρροής, τη σωματική ρώμη και την εν γένει ηγετική θέση του εν λόγω υποκειμένου στο σύνολο.

Τι έγινε δηλαδή; Πήρε το Πορσικό ο Σάκης και την έχει δει γκραν γαμάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified