Further tags

Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».

- Τη βλέπεις αυτήν στη γωνία;
- Πού ρε;
- Να να, εκεί...
- Ναι, τι;
- Ε, δεν είναι χαλαρά η χαλύτερη γκόμενα εδώ μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.

- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!

(από Khan, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.

-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο έχουν έφεση γυναίκες με μεγάλο και κατά κανόνα πεσμένο στήθος, τόσο ώστε να μπορούν να το κλοτσούν καθ' ομοίωση του δημοφιλούς ποδοσφαίρου.

Καλά, η τύπισσα που γνώρισε ο Φάνης παίζει και γαμώ τα βυζόσφαιρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, είτε ως ανταύγεια είτε ως βαφή, το οποίο στο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας δεν ταιριάζει «ούτε με ενέσεις». Κλασσικό παράδειγμα «γουστέλλειψης». Απαντάται σπανίως και σε άνδρες.

- Περίμενα κι εγώ τη Θεά που θα'ρχόταν μαζί με τον Μπάμπη.. Κι σκάει μια μ'ένα μαλλί ξανθεμετί... δράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος και συνάμα υπέρβαρος άνθρωπος (ασχέτου φύλου), που σου πατάει το πόδι στις πιο άκαιρες στιγμές. Στο λεωφορείο, στο τρόλλεϋ, στην ουρά μιας υπηρεσίας κ.α.

Κι ενώ χάζευα τη μικρούλα στη διπλανή θέση, μου ρίχνει μια πατημασιά ένας ποδοστρωτήρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το «πυρρόξανθος». Παράγεται από το «πυρίμαχος» και «ξανθός». Απαντάται μόνο σε θηλυκό και χαρακτηρίζει ξούρλο, το οποίον όμως έχει γενετικά μεταλλαχθεί σε πλήρες τούβλο και μάλιστα πυρίμαχο (πυρότουβλο). Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για μη φυσικές ξανθές, όπου η συνεχόμενη και έντονη βαφή έχει ποτίσει πια τον μικροσκοπικό τους εγκέφαλο. Αντέχουν σε ακραία φαινόμενα (θερμοκρασίας, πίεσης, ηλιθιότητας) και έχουν μόνιμα όψη χαμογελαστού ιγνοράνου. Το λεξιλόγιο της περιορίζεται σε επιφωνήματα τύπου «αααα!», «ααχ!», «εεε;;;;» με επικρατέστερο το τελευταίο. Δεν έχει καμία χρησιμότητα (ούτε διακοσμητική).
Εικάζεται δε ότι η φράση «δυο πράγματα δεν έχουν όρια, το σύμπαν και η βλακεία και για το πρώτο δεν είμαστε σίγουροι», έχει εκπονηθεί ύστερα από μελέτη τέτοιου είδους γυναίκας (που αδυνατώ να το πιστέψω γιατί δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο με τόσο κουράγιο ώστε να ασχοληθεί με το είδος).

- Γεια σου Στέλλα.
- Αααα!
- Τι κάνεις;
- Εεεε;;;;
- Καλά, άστο. Τα λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την έχει μικρή.

Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified