Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα 30+, MILF, εκ του mature.

Η μάνα του Βλάσση είναι τρελό ματσούρι σου λέω!

ΚΙΤΑΡΟ,τρελλό ΜΑΤSURI (από gaidouragathos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπαγαποντοπλαστική που γίνεται από τον πλαστικό χειρουργό Tom Pousti (και τους ομοίους του).

Βλ. σχόλιο Χάνκι.

Κάνει κι ο Φουστάνος πουστιές, αλλά σαν τον Pousti κανείς! Έχει το όνομα έχει και την χάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «perky». Είναι ένα ορισμένο είδος βυζιού, πολύ καθώς πρέπει!

  1. Το βυζί που αψηφά τους νόμους του Νεύτωνα, το στητό, σφριγηλό, ανωφερές, αθλητικό βυζί.

  2. Το βυζί με ερεθισμένες ρώγες. Το βυζί που οι ρώγες του φαίνονται μέσα από την μπλούζα, φόρεμα, μπλουζάκι.

  3. Πλαστική προσομοίωση ερεθισμένης ρώγας. Το επισυνάπτουν μερικές γυναίκες στο βυζί τους, για να προσελκύσουν άντρες, αλλά τελικά προσελκύουν άντρες- μωρά. Το έπαθε κι η Samantha στο Sex & the City, που τελικά προσείλκυσε έναν κακομαθημένο μαμούχαλο.

-Θέλεις να πεις ότι δεν είναι πέρκια αυτά που φαίνονται στο μπλουζάκι του Λίλιαν;
-Όχι! Είναι φυσικά τα πέρκια του! Γι' αυτό έχουν τρελαθεί όλοι οι Σλάνγκοι. Η κοπέλα κατάγεται από τα Βυζάκια της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τι λέμε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified