Further tags

Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).

- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!

Ο ΤΕΟ αγαπίζει τρελά - ααα :) :) :) (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης ταβλιού ο οποίος παίζει τις ζαριές με ρυθμούς παρτίδας σκακιού.

Άντε ρε σκακαδόρε παίξε το ασσόδυο, νυχτώσαμε!

Αρρωστούργημα του Γκαμπριέλ Ορόθκο (από Khan, 15/09/10)

Σύγκρινε: ταβλιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλείται ο παίκτης σκακιού ο οποίος παίζει την παρτίδα υπερβολικά γρήγορα (για το επίπεδό του) και επιπλέον χτυπάει τα πιόνια.

- Την άλλη φορά θα παίξουμε με το δικό σου σκάκι.
- Γιατί;
- Γιατί έχεις σπάσει δύο πιόνια και μια βασίλισσα ρε ταβλιτζή!

Σύγκρινε: σκακαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάπι για όποιον δεν την παλεύει.

- Μαλάκα έχω 10 μέρες μέσα, γάμησε τα...
- Πάνε στα ιατρεία και πάρε κάνα αντιπαλεβόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδιάφορος.

- Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός στην πούτσα του... Σταρχιδιστής φιλόσοφος σου λέω!

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας.

- Γάμησέ τον, μεγάλος χέβι-μπουνταλάς.

(από xalikoutis, 10/08/10)Bαρύ ως ανάγνωσμα... (από MXΣ, 10/08/11)

Σχετικά: βλακ μέταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μαγκεύω απότομα και την βλέπω κάπως... Μπορεί να έχει και θετική έννοια ως απότομη ωριμότητα, συνοδευόμενη από ανάληψη ευθυνών (βγαίνει η τσουτσού = πέος έξω).

  1. - Κοίτα ο Ηρακλής που βγάζει γλώσσα... Ξετσουτσούνεψε μου φαίνεται...

  2. - Δεν το περίμενα από τον Λάκη τέτοια πυγμή! Ήταν πολύ φλώρος... - Κοίτα ο Λάκης... Ξετσουτσούνεψε απότομα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων ψωλή και χιονάνθρωπος. Είναι ο χιονάνθρωπος που έχει και ψωλή.

Συνδυάζει το παιδικό παιχνίδι με την άρνηση της συμβατικής ηθικής (εξ ου και η ψωλή) και ωσεκτουτού η συνήθης κατάληξή του είναι η ίδια με των αρχαίων αγαλμάτων από τους χριστιανούς: ο ακρωτηριασμός του επίμαχου σημείου ή/και η πλήρης καταστροφή του από κάποιον ηθικό πολίτη...

- Φτιάξαμε εδώ πιο κάτω έναν ψωλάνθρωπο γαμάτο, σαν άγαλμα!
- Έλα ρε! Πού είναι να τον δω;
- Ατύχησες φίλε! Λίγο αφότου φύγαμε, μια κακογαμημένηπήγε και τον έκανε χίλια κομμάτια... Θα την πείραξε η μεγάλη ψωλή φαίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified