1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Γιαννιώτικα είθισται να λέγεται ο χαζός και ξεροκέφαλος. Αυτός που ενώ σφάλλει, δεν ακούει τις συμβουλές των άλλων.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν ενδείκνυται η χρήση βαρέων ύβρεων.

Βρε Γιώργο, αφού δέκα φορές λάθος το έκανες, κάτσε να σου δείξω... Πω...πω...πω... πολύ τζόρας είσαι ρε αγόρι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified