Μέρος όπου αναπτύσσεται τζόγος.
Εγώ αυτή τη μπαλαδοφτσα την θυμάμαι σε ένα μπαρμπουταδικο. (Φέισμπουκ).
Μέρος όπου αναπτύσσεται τζόγος.
Εγώ αυτή τη μπαλαδοφτσα την θυμάμαι σε ένα μπαρμπουταδικο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Αποκαλείται έτσι συνήθως το υπαίθριο ανθοπωλείο, αλλά, κατ' επέκταση, και το ανθοπωλείο εν γένει.
Τα λουλουδάδικα της Βουλής στολίζουν ξανά την Αθήνα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες: Τα καταστήματα που προσφέρουν απλό μασάζ. Και αυτά που προσφέρουν γαμασάζ ή είναι φραπεδάδικα ή τσιμπουκάδικα.
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στους μεζέδες. Ετυμολογία: τουρκική meze < περσική مزه (mæˈze).
Πάμε στο Παγκράτι σε κανένα μουσικό μεζεδάδικο να μερακλώσουμε!
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς το κωλόμπαρο.
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που επικεντρώνει σε μεζέδες που πίνει κανείς με ρακόμελο, συνήθως έχει και εντεχνιάρικη μουσική και έθνικ αναρχοαριστερά στοιχεία.
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα που πουλάει δίσκους μουσικής.
Μοναξιά, λοιπόν. Η μοναξιά του να διαφέρεις – απόλυτα καθολική, δεδομένου ότι, στ’ αλήθεια, διαφέρουμε όλοι μας. Η μοναξιά του να μην είσαι πάντα ή πια αρεστός σε εκείνους που κάποτε ένιωθαν ότι τραγουδούσες για εκείνους. Η μοναξιά του να μην είσαι αρεστός στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν μας τα είπε, άραγε, όλα όταν εξομολογήθηκε; «Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο, νιώθω μυστήρια ταραχή και φεύγω αμέσως από κει».΄Είναι δυνατόν, σκέφτομαι; Και όμως το λέει: «Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου, και προπαντός όταν μου μοιάζουν / όλα εκείνα π’ αγαπώ είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν». Και κάπως έτσι αισθανόμαστε όλοι σαν κοριτσάκια «που ’χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια»: «Αν δε σας φαίνεται μελό, τον εαυτό μου αντιπαθώ […] Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι / τόσο γλυκούτσικοι κι αχνoί στη θερινή σας τη στολή». (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το φροντιστήριο που γίνονται μαθήματα σε γκρουπ.
Οι γονείς του δεν είχαν λεφτά για ιδιαίτερα, οπότε πήγε σε γκρουπάδικο.
Got a better definition? Add it!
Το μαγαζί με φλιπεράκια, δηλαδή ηλεκτρομηχανικά παιχνίδια, όπου ο παίκτης, χειριζόμενος κάποιους μοχλούς, προσπαθεί να κατευθύνει μια μπαλίτσα ανάμεσα από κάποια εμπόδια και προς ορισμένους στόχους.
Got a better definition? Add it!