Further tags

Μουσικό κομμάτι προερχόμενο από την κατηγορία trip hop.

- Ρε μαλάκα... θα κάνω πάρτυ με τριπχοπίδια ... - Τι τριπχοπίδια ρε μλκ; Τι είναι αυτό;
- Portishead, Archive και τα λοιπά ρε μλκ... ξεκόλλα .

Archive Lights (από sexpeer, 20/03/09)Portishead - Roads (από sexpeer, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω στιχάκια.

Μαράκι, θέλω να στιχώσω, αλλά δε μου 'ρχεται έμπνευση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.

Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.

- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;; - Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ... - Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...

Japanese rockabilly dancing  (από elias_petropoulos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ατάλαντος τραγουδιστής, ο αηδιαστικός αοιδός. Διακρίνεται από την ανύπαρκτη φωνή του, την κάκιστη ποιότητα των τραγουδιών του, τις φαλτσαδούρες που πετάει στις συναυλίες (στο στούντιο ο παραγωγός μπορεί και μαζεύει τα ασυμμάζευτα, εδώ έβγαλε δίσκο ο Κάτμαν!) και από τα δυνατά κονέ του (αλλιώς θα καθόταν σπιτάκι του και δεν θα τον ξέραμε). 'Ενας Κακοφωνίξ που χρειάζεται επειγόντως φίμωμα, αλλά δυστυχώς πολλές φορές αποθεώνεται κιόλας, αφού ο κόσμος είναι για δέσιμο!

Από την άλλη έχουμε τη γυναίκα αηδό, που αυτόματα σημαίνει εξωτερική εμφάνιση φουλ, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα δηλαδή. Σκέτη Μαρία Κάβλας και ντυμένη προσεκτικά έτσι ώστε να μην είναι εντελώς γδυμένη, εκτελεί ανελέητα και είναι ό,τι πρέπει για τους θαμώνες των σκυλάδικων που, έτσι κι αλλιώς, μετά το πρώτο μπουκάλι Τζόνι τη φωνή δεν θα την ακούγανε.

  1. (από εδώ)
    «Ο ΒΑΣ ΒΑΣ (Ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ) 8) τον οποίον δεν γνωρίζεις, είναι ένας σύγχρονος λαικός αηδός ο οποίος, μαζί με έναν ολόκληρο θίασο (τσίρκο ολόκληρο) απαρτιζόμενο από Κατέλη, Ταμπάκη, Ελισάβετ, Σχιζοφρενή Δολοφόνο, κλπ μοντέλα τα οποία θα μπορούσαν να απασχολήσουν 6 ψυχιατρικά συνέδρια, έχουν βγάλει cd το οποίο κοντεύει να γίνει δίς πλατινένιο, βρίσκεται στην πρώτη θέση των κυκλοφοριών[...].»

  2. (από Lifo)
    «-Ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό του Ισραήλ απέστειλε η γνωστή αηδός Στέλλα Μπεζαντάκου, στην οποία τον παρακινεί να “κάνει έρωτα και όχι πόλεμο”, ενώ στην επιστολή περιέχεται ένα κομμάτι γάζας, αφού “είναι χαζό να γίνεται πόλεμος για μια λωρίδα γάζας, γι’αυτό και σας στέλνω εγώ μία, μπας και σταματήσετε”. Ευτυχώς που αυτός δεν ξέρει ελληνικά.»

  3. (από εδώ)
    «Η φωνή που ακουγόταν προχθές από τα μεγάφωνα στην αποβάθρα του μετρό στο Σύνταγμα μου ήταν γνωστή. Το τραγουδάκι όμως το άκουγα για πρώτη φορά όπως και το βιντεάκι που προβάλλονταν από τις οθόνες. Ναι ήταν η γνωστή λαική αηδός Έλλη Κοκκίνου που λικνιζόταν στους ρυθμούς μιας ανάλαφρης μελωδίας.»

Η Βέρα Λάμπρου αποτίει φόρο τιμής στη Μαρινέλλα! (από Cunning Linguist, 03/09/10)Εδώ η Έφη Σαρρή του ΛΑ.Ο.Σ. σπάει τα ρατσιστικά ταμπού και παίρνει όλη την Αφρική! (από Cunning Linguist, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτε κρητική, ούτε ποντιακή, ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Προφανώς επειδή η σούστα είναι πολύ ζωηρός χορός, ταιριάζει καλύτερα για παρομοίωση με κλαμπίσιο κομμάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τίτλος τραγουδιού τύπου reggae.
O ορίτζιναλ είναι Could you be loved (B. Marley).

Πσσσσσσσσσ!!!! Μανίτσα; γουστάρ'ς το κουτζουμπίλα;

και αυτό σωστό είναι... (από anchelito, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την χορδή και τον homo sapiens.

Ο κιθαρίστας, μπασίστας και γενικότερα έγχορδος οργανοπαίκτης που συνήθως ειναι καινούργιος με το όργανο και κοπανάει τις χορδές σαν να ήταν σάκος του μποξ. Το αποτέλεσμα είναι να βγαίνει από το όργανο βαβούρα που δεν μπορείς να την αντέξεις για πολλή ώρα...

– Χθες είδα τους Necrobutcher λάιβ.
– Α, ναι; Και πώς ήταν;
– Καλοί, αλλά αυτός ο κιθαρίστας πολύ χορδοσάπιεν ρε φίλε, μας έσπασε τα τύμπανα.

(από Khan, 06/09/11)(από Galadriel, 25/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified