Further tags

Ο gay περιωπής, ο οποίος ανέβηκε ιεραρχικά με τον καιρό στις τάξεις τους, διότι:

  1. η σκούφια του κρατάει από καλό τζάκι, από γνωστή οικογένεια κλπ,

  2. εδώ και χρόνια στο κουρμπέτι δούλευε υπερωρίες, με αποτέλεσμα να φτιάξει καλό όνομα,

  3. είναι καραξεφωνημένη, κανείς δε θυμάται πριν πόσα χρόνια ακριβώς βγήκε από την ντουλάπα και σα να μην έφτανε αυτό, έχει «βοηθήσει» κι άλλους να βγουν απ' αυτήν.

Ακολουθεί απολαυστικό μήδι.

- (Μ)πέηζιλ: Γεια σας αγόρια!
- Αγόρια: Ίσα μωρή προϊσταμένη!

(από Jonas, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέροντας τον όρο, μιλάμε:

1) Χιουμοριστικάγια τη χύτρα ταχύτητας. Διανθίζουμε έτσι τη φάση, κάνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εάν η περίσταση το επιτρέπει. Η γλώσσα του σώματος (πονηρό κλείσιμο ματιού, μορφασμοί, κλπ) και τα συμφραζόμενα, βοηθούν στην ορθή αποκωδικοποίηση του λόγου μας. (βλ. παρ.1).

2) Για μια μάνα, που σα χύτρα ταχύτητας ξεπέταξε απ' τη μήτρα της, ένα λόχο παιδιά σε χρόνο ρεκόρ. Δεν κωλώνει με τίποτα. Σωστό...ντούρασελ (βλ. παρ. 2 και φωτογραφία 2).

3) Για τη βασίλισσα της ξεπέτας, που σα χύτρα ταχύτητας, φτάνει γρήγορα σε σημείο βρασμού και ολοκληρώνει γρήγορα. Για πουσάρισμα των γήπεδικών επιδόσεων, συνίσταται συνεύρεση με ταχυπηδήκουλα. (βλ. παρ. 3).

  1. - Άντε... πείνασα. Πότε θα βάλεις τη μήτρα ταχύτητας στη φωτιά;

  2. Με μια χύτρα ταχύτητας κάνεις παϊδάκια σε 9-13 λεπτά. Με μια μήτρα ταχύτητας κάνεις τα παιδάκια της φωτογραφίας 2 σε 9-13 χρόνια (βλ. φωτογραφίες).

  3. Η Μαρίτσα που λες, είναι ευρύτερα γνωστή ως μήτρα ταχύτητας. Ήρθε στην Αθήνα από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Φαρμακευτική, αλλά μόλις τέλειωσε το πρώτο έτος, συνειδητοποίησε πως άλλη ήταν η κλίση της. Έτσι άλλαξε κλάδο. Προκειμένου να αξιοποιήσει τον υπάρχοντα εξοπλισμό της και να κάνει μια λαμπρή καριέρα, δανείστηκε, αγόρασε διαμέρισμα και μέσα σε λίγα καιρό με τις υπηρεσίες που παρείχε στους πελάτες, έκανε απόσβεση. Αλλά μιλάμε για προκομμένη κοπέλα. Όχι αστεία. Εκεί που οι άλλες σταματούν, εκείνη συνεχίζει. Το... ντούρασελ. Γεννήθηκε για αυτό. Έχει το...τάλαντο.

Παράρτημα
Από ταινία του Στάθη Ψάλτη

-Έβαλα το φαγητό στη μήτρα ταχύτητας!
-Πού το έβαλες;
-Στη μήτρα ταχύτητας!
-Φαγητό θα φαμε, μωρή, ή αποβολή;;;

Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.

Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.

Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...

βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται συνήθως αργά το βράδυ, όταν σε πρήζει η γκόμενα.

Έχει διφορούμενο νόημα: ως κοι-μήσου υπονοεί και γα-μήσου (και αντιστρόφως).

- Είσαι ένας άχρηστος. Δεν σε αντέχω άλλο.
- Καλά, μήσου τώρα και τα λέμε αύριο.

(από allivegp, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ξεσαλώνει και μπαν-ίζει τεκνά, λογοπαίγνιο που αναφέρεται και στη σεξουαλική χρήση της μπανάνας (με πιάνετε;).

-«Εκδήλωση για το περιβάλλον, παραβρέθηκε η Μιμή Ντενίση...»
-Πάλι έξω βγήκε η μπανάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Πινόκιο είναι ένα ξύλινο ανθρωπάκι, δημιούργημα του ξυλουργού Τζεπέτο. Το όνομά του προέρχεται από το πινέζα (pin) και μάτι (occhio, στα ιταλικά). Ο Πινόκιο είχε μια μακριά μύτη που όταν έλεγε ένα ψέμμα, μεγάλωνε περισσότερο. Πολλές φορές, αναγκαζόταν να πει ένα νέο ψέμμα για να καλύψει ένα προηγούμενο και τότε η μύτη του μεγάλωνε τόσο, που μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στα βυζιά της συνομιλήτριας του. Σύντομα, το όνομα του Πινόκιο, έγινε συνώνυμο του ψεύτη.

Ο Πορνόκιο, που αποτελεί και το λήμμα μας, είναι όποιος ψεύδεται περί των ερωτικών επιτυχιών και των σεξουαλικών κατορθωμάτων του, δηλαδή ο ψεύτης του σεξ.

— Σου είπε ο Καυλαγόρας για το μαραθώνιο σεξ που έκανε όλη νύχτα με μια τύπισσα που έβγαλε στο μπαρ;
— Ναι, μόνο που η τύπισσα έφυγε από το μπαρ με άλλον όταν ο Καυλαγόρας είχε πάει να ξεπαρκάρει.
— Α τον Πορνόκιο!

o ορίτζιναλ Πινόκιο (από allivegp, 20/08/09)πες μου ψέμματα, Πινόκιο! (από BuBis, 21/08/09)Πεσ\'το ψέματα... (από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο ανάμεσα στον πληθυντικό της στρίγκλας και στο αγγλ. stringless, δηλαδή αυτή που δεν φορά (ούτε) string.

Αν και ηχητικά οι δυο λέξεις δεν διαφέρουν καθόλου, η εννοιολογική διαφορά που τις χωρίζει είναι χαώδης, αφού όλοι θα ήθελαν να περάσουν μια νύχτα συντροφιά με stringless, αλλά κανείς με στρίγκλες.

— Και γιατί επιμένεις να πάμε στο μπαράκι που σερβίρουν τα ποτά στρίγκλες; Αν ήταν, καθόμουν σπίτι.
— Α, καλά, τόση ώρα μιλάμε κι ακόμη να καταλάβει το πίκπα. Στα Λιντλ σε ψωνίσαμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified