Further tags

Φανατικός οπαδός Europe, Celtic Frost ή άλλων Γερμανών 80's συγκροτημάτων. Απαραίτητα αξεσουάρ: Virago, μπότες, σπιρούνια, καναρινί σακάκι διπλωμένο στα μανίκια, τρίχα, σταυρός σκουλαρίκι, δερμάτινο κολάν παντελόνι, ford fiesta με αυτοκόλλητο «Bon Jovi Rulz», αφάνα περμανάντ με αφέλειες, κιθάρα με πλήκτρα και αυτοκόλλητο «I Waste Girls by Pleasure» και περιοδικό Playboy που κολλάνε οι σελίδες.

- Το είδες το ποζέρι;
- Μαλάκας;

Πάρτο αλλιώς. (από Galadriel, 12/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτούζα με τη συμμετοχή 3 ατόμων μόνο, εξού και η ρίζα τρι-. Το -ολέ πιθανώς από την πανηγυρική κραυγή «όλε!», εκφράζοντας τη χαρά του παρτουζάκια για τη συμμετοχή του σε αυτή. Αλάνικη έκφραση.

- Ρε Θόδωρα σε ζηλεύω! Τί 'ναι αυτά πάλι;! Έκανες τριολέ με Σόνια και Λαμπρινή; Ζαγοραίος!!
- Τι να κάνουμε αγορίνα μου! Δεν είμαστε όλοι σας Μπραντ Πιτ!

Βλέπε και φάση πολυφασική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πόζερος. Αυτός που δεν ξέρει από μουσική και θεωρεί μαγκιά και ψαγμένη την κολλεγειακή πανκ (και καλά) της Αμερικής. Χαρακτηρίζεται από το επιτηδευμένο χύμα στυλ ρούχων. Οι πιο κουλ τύποι έχουν την πιο περίτεχνη φράντζα και τρύπα στο μάγουλο. Συχνάζει κυρίως στα ΒΠ Αθηνών.

- Ποιοι δεν κουνιούνται καθόλου σε μια συναυλία που τα σπάει;
- Οι ημοκουράδες!!

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.

- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει hard rock δεκαετίας '80 ή αλλιώς poseur rock. Έχει πλούσια χαίτη, φοράει δερμάτινα και μπότες χειμώνα καλοκαίρι.

- Γίνεται κάτι και μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί ποζεράδες;
- Έχουν συναυλία οι Whitesnake!

Βλέπε και ποζεριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified