Καδρόνι είναι η σανίδα, και συνήθως αναφέρεται στη σανίδα που μπαίνει πάνω στις σκαλωσιές. Αυτό το κομμάτι του ξύλου έχει την ιδιότητα να είναι γερό (ώστε να αντέχει το βάρος του πτωχού πλην τίμιου οικοδόμου), αλλά και μακρύ για να πατάει στις δύο άκρες της σκαλωσιάς.

Το ρήμα καδρονιάζω, σλανγκικώς αναφέρεται στο ανδρικό μόριο, και στην ικανότητά του να γίνεται ντούρο και μακρύ -ή όχι.

- Ρε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό είμαι χάλια...
- Ψυχολογικά;
- Ναι, μιλάμε με παρακαλάνε τα κοριτσάκια, κι εγώ δεν έχω όρεξη να τα συγυρίσω. Τι να πω...
- Σοβαρή κατάσταση. Δλδ δεν σου σηκώνεται;
- Μου σηκώνεται, αλλά...
- Ρε καδρονιάζει το εργαλείο;
- Καδρονιάζει, αλλά θέλει την ώρα του...
- Τότε μπορεί να είναι και θέμα διατροφής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά με την οποία εννοούμε ότι το γαμήσι που ρίχνουμε σε κάποιον είναι τόσο παρατεταμένο, ώστε είναι σαν να του/της βάζουμε τον πούτσο μας και να τον αφήνουμε να μουλιάζει.

Και όπως έπεφτε η νυχτιά σε χάιδευε τ' αγιάζι,
τον πούτσο μου στο κώλο σου, έβαζα να μουλιάζει.

(Στίχος των Μετάληρα απ' το «Τον κώλο σου γάμαγα»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified