Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.
Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.
Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.
Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.
Got a better definition? Add it!
Αυνανίζομαι. (Δες).
Ο μικρός γιατί έχει κάτσει στην άκρη της παραλίας και πεανίζει;
Got a better definition? Add it!
Ψευδοαρχαίος σλανγιωτατισμός που σημαίνει αυνανίζομαι.
Πεοταλαντώνει ενδοπαλαμικώς καθ' εκάστην ο μάλαξ.
Got a better definition? Add it!
Δεν μπορώ άλλο, χιλιάδες φορές πάνω στη βιαστική δακτυλογράφηση έχει γίνει αυτό το λάθος που όμως βγάζει και νόημα, τείνω το πέος, κι εφόσον τόσες και τόσες μαλακίες λήμματα έχει το σάη -καλώς ή κακώς-, το ανεβάζω για να ησυχάσω, θάψτε με ελεύθερα και μετά θα το κατεβάσω, μην ανησυχούτε.
- Δεν σου αρέσει αυτό που σου πεοτείνω;
- Απο Μάνο Χατζιδάκη σου πεοτείνω το βιβλίο ο Καθρέφτης Και Το Μαχαίρι.
(εδώ)
- Ακόμα ένα βιβλίο διάβασα με τίτλο «Κι ο έρωτας εξ αποστάσεως» του Χαιν Κριστόφ το οποίο πεοτείνω ανεπιφύλακτα. (εκεί)
- ΨΗΦΙΣΕ ΥΠΕΡ ΣΕ ΠΕΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ(ΠΑΕ) ΣΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ.ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΠΛΗΤΙΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Καδρόνι είναι η σανίδα, και συνήθως αναφέρεται στη σανίδα που μπαίνει πάνω στις σκαλωσιές. Αυτό το κομμάτι του ξύλου έχει την ιδιότητα να είναι γερό (ώστε να αντέχει το βάρος του πτωχού πλην τίμιου οικοδόμου), αλλά και μακρύ για να πατάει στις δύο άκρες της σκαλωσιάς.
Το ρήμα καδρονιάζω, σλανγκικώς αναφέρεται στο ανδρικό μόριο, και στην ικανότητά του να γίνεται ντούρο και μακρύ -ή όχι.
- Ρε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό είμαι χάλια...
- Ψυχολογικά;
- Ναι, μιλάμε με παρακαλάνε τα κοριτσάκια, κι εγώ δεν έχω όρεξη να τα συγυρίσω. Τι να πω...
- Σοβαρή κατάσταση. Δλδ δεν σου σηκώνεται;
- Μου σηκώνεται, αλλά...
- Ρε καδρονιάζει το εργαλείο;
- Καδρονιάζει, αλλά θέλει την ώρα του...
- Τότε μπορεί να είναι και θέμα διατροφής...
Got a better definition? Add it!
Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.
Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.
- Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
- Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
- Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...
- Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;
Got a better definition? Add it!