Παλιά εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης στα '80ς, η οποία καθιέρωσε ως δημοσιοκάφρο τον Γιώργο Παπαδάκη. Εννοείτο στον τηλεοπτικό «αέρα» της «ζωντανής» αναμετάδοσης, αλλά η έκφραση σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον μπαργαλάτσο και τους δυο συγκατοίκους του.

Ασίστ: πιάνω πουλιά στον αέρα.

Το ανέκδοτο της εποχής:

-Τι βλέπει ο Πόντιος όταν κοιτάζει προς τα κάτω στο μπάνιο;
-;
-Τρεις στον αέρα!

-Ποια είναι η αγαπημένη εκπομπή του Πόντιου;
-;
-Τρεις στον αέρα. κ.ο.κ.

Ήταν απ\' τους τρεις ο μακρύτερος! (από Dirty Talking, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό για άρρενες εφήβους. Χρησιμοποιείται για να φοβερίσει τους πρωτάρηδες και να τους δυσχεράνει την επίδοση στο άθλημα. Δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στην σχέση τους με τον έρωτα και δη τον στοματικόν και το γυναικείο φύλο, γενικότερα.

Αποτελεί ένα από τα πιο σκληρά γκρανγκινιόλ σεξ σποτς. Δεν βλέπεται. Αν δεν τον θέλετε, κυρία μου, αν σας ενοχλεί, ξαμολήστε το! Χωρίς αναστολές!

Αντί να ρίχνουν «αντι-διεγερτικά» στο γάλα των στρατευμένων, θα μπορούσαν οι σιτιστές να το παίζουν στο κψμ.

Ο Γιώργος γυρίζει από τη σκοπιά, 2ο νούμερο, κομμάτια, και ξαπλώνει στο κάτω κρεβάτι, ενώ στο πάνω κοιμάται ο συνάδελφός του, Κώστας. Εκεί που ο Γιώργος πάει να χαλαρώσει και εκκρίνει τις πρώτες ενδορφίνες, ξαφνικά νοιώθει να κουνιέται το κρεβάτι και να ακούει ένα κρίτσι-κρίτσι.
«Κώστα;» λέει.
«Έλα.» απαντάει ο Κώστας.
«Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η Όλγα τρέμει», λέει ο Γιώργος.
«Ααααα, πανάθεμά σε!» πετάγεται ο Κώστας και τρέχει κατευθείαν για τις τουαλέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός χαρακτηρίζει τον τηλεοπτικό (ή και διαδικτυακό) σταθμό, που παίζει όντως βασικά πορνογραφικές ταινίες, τ. sirina tv.

Αφεδύο είναι υβριστικός χαρακτηρισμός για να μειωθεί το κύρος ενός τηλεοπτικού σταθμού. Και ναι μεν κάποιες φορές είναι όντως δύσκολο να συμφιλιωθεί ένας τηλεθεατής με την ιδέα ότι τα κανάλια που έχουν γίνει γνωστά για τους μεγκαυλίσιους αλτεραστές θα μας παρέχουν στη συνέχεια και έγκυρη πολιτική πληροφόρηση. Ωστόσο, συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται συλλήβδην για να απαξιώσει κανάλια ανεξάρτητα από το κατά πόσο έχουν υποπέσει στο «ηθικό» παράπτωμα να δείχνουν τσόντες. Σημειωτέον ότι ο όρος είναι πολύ προσφιλής ειδικά στα χρυσαύγουλα, που έχουν σύνδρομο καταδίωξης από τα κατ' αυτούς «τσοντοκάναλα», και ευρύτερα σε αντισυστημικούς συνήθως όμως (κατά την πρόχειρη γουγλοέρευνά μου τουλάχιστον) ακροδεξιάς ιδεολογίας.

  1. Κανένα τσοντοκάναλο δεν πηγε στην Ιερισσό γιά τήν παρέλαση. Γιατί; (Από την «Έλευσιν Ελλήνων»)

  2. Θρήνος στα τσοντοκάναλα για την μεγαλειώδη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής (Από την Χ.Α.)

  3. Το θυμωμένο, επηρμένο υφάκι. Πολύ καλός ηθοποιός για τα τσοντοκάναλα. Πείθει το αμόρφωτο κοινό του ότι τα βάζει με τους εργολάβους και τους καναλάρχες. Τρέχει όμως στους εργολάβους και στους καναλάρχες, τρέχει κάθε φορά που τον προσκαλούν. Τρέχει για να εμφανιστεί σε εκπομπές, τρέχει όπου υπάρχει κάμερα. Εχει εθιστεί στα τσοντοκάναλα που τον κατέστησαν αναγνωρίσιμο στο κοινό της πολιτικής ηδονοβλεψίας. Πόσες φορές έχει πετάξει το μικρόφωνο, πόσες φορές έχει προσβάλλει τον οικοδεσπότη εκπομπής, πόσες φορές δημιούργησε ταραχή για να αυξήσει την θεαματικότητα; Αυτός είναι ο ρόλος του στην πορνογραφία. Να λέει «δεν θέλω» αλλά να θέλει σαν παλαβός». (Από το Βήμα για τον Ηλία Κασιδιάρη)

(από Khan, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified