Further tags

Ο υπερβαίνων τον Βέλτσο σε ο,τινανισμό, ο βέλτιστος Bέλτσος.

Αυτοαναφορικά, ο φληναφηματικός σλανγκαρχίδης, ο σλανγκόλας.

- Ευτυχώς, παρά την τελετή λήξης (των Ολυμπιακών Αγώνων) και τη Βίσση, δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας», υποτονθορίζει (ο Γ. Βέλτσος). Μη φοβού, ω Βέλτσιστε. Αφού δεν διανοήθηκες αυτοχειρία όταν έπαιζες προ διμήνου, και μάλιστα εν Δελφοίς, τον Οιδίποδά σου συνοδεία ασμάτων της… Νάνσυ Σινάτρα, θα σε κάμψει τώρα μια Τελετή Λήξης με Αννα Βίσση;
(Καθημερινή)

- ...popo παιδια ποσο βαριεμαι να διαβαζω τα κομεντσ σασ....
αλα πρεπει να παραδεχρω οτι γελασα παρα πολυ με το βεβαιουσλι...ακομα γελαω...χαχαχαχαχαχχα
(η Μαριαχόμορφη σχολιάζει παπαραλήρημα του βέλτσιστου Khan, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παράλογη παπαροφλυαρία, εκ των παπαρολόγος και παραλήρημα.

Αυτοσλανγκαρχιδισμός: Πρόκειται για σημασιολογικό δάνειοαπό τη γαλλική λέξη délire, αντί του σωστού παπαραλήρησις.

- Θέμα: παπαραλήρημα
κιτρινο και συχναζει στα καμπαρε;;;;;;;;; >>>> καμπαρίνι στιχουργοσυνθετης όλο γράσα;;;;;; >>>> Μανωλης Γρασούλης ολο ξεχναω και βγαινω ξεκαλτσωτος...μηπως πασχω απο καλτσχάιμερ;;;; :^) (Από εδώ)

- ψιτ...δώσε κι από εδώ κανένα κουμπί...μοναχοφάη...παπαραλήρημα όμως....
(από εδώ)

- ...popo παιδια ποσο βαριεμαι να διαβαζω τα κομεντσ σασ....
αλα πρεπει να παραδεχρω οτι γελασα παρα πολυ με το βεβαιουσλι...ακομα γελαω...χαχαχαχαχαχχα
(η Μαριαχόμορφη σχολιάζει παπαραλήρημα του βέλτσιστου Khan, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Στην καρακοσμάρα του, άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει χριστό απ' ό,τι γίνεται γύρω του.

β) Εκ του α), συνεννόηση τσιμπούκι, δλδ. γάμησε τα, γάμα τα.

Αγνώστου ετυμολογίας και προέλευσης (πιθανολογείται σύντηξη με το Σεφέρλειο «α καλό εεε;» και το αούα)

- Άσε ρε Γιώρη, πού να σ'τα λέω, ρόμπα έγινα σήμερα ανήμερα του Άη Λια...
- Γιατί τι παίχτηκε;
- Να, πρωί πρωί μπαίνω κόκκαλο στη βάρδια, κολλητά από κλάμπινγκ και έρχομαι στην πύλη, φάτσα κάρτα με τον βάις (vice president) τον Ηλιόπουλο...
- Ε και;; - Εεεε να, τρώω κόλλημα και του λέω χρόνια σας πολλά Κε Ηλιόπουλε, ένεκα επωνύμου...
- ΚΑΛΑΑΑΟΥΑ, γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια καλοβυρνιά που ορίζεται σαν το νοητό φρένο το οποίο πατά αντανακλαστικά ο συνοδηγός κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το πόδι του, αν και δεν υπάρχει εκεί που πατάει κανένα πετάλ.

Το φρένο του συνοδηγού το μεταχειριζόμαστε όταν ο οδηγός πάει σανίδα ή κωλοπαντιέρα, όταν μπαίνει με τις μπάντες στις στροφές ή κάνει κωλίδια και άλλα τέτοια καγκουριλίκια. Μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι θα φρενάρει το αυτοκίνητο και ότι θα αποκτήσουμε τον έλεγχο του.

Προσοχή, να μη συνδέεται το εν λόγω «φρένο του συνοδηγού» με αυτό που χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι των σχολών οδήγησης, και το οποίο είναι υπαρκτό.

Χθες που ανέβηκα πάνω στον Χολομώντα με την Λάουρα, παρατήρησα ότι πατούσε συνέχεια το φρένο του συνοδηγού σε όλη τη διαδρομή. Μπορεί να την τρόμαξα λίγο, αλλά να μη χαρώ όμως κι εγώ τα στροφιλίκια μου;

Το Death Ρroof του Q. Tarantino. Εδώ και αν χρησιμοποιήθηκε το φρένο του συνοδηγού! (από allivegp, 22/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αγκώνας μας σε περιστάσεις που δεν ξέρουμε πού να τον ακουμπήσουμε ή τι να τον κάνουμε.

Τέτοια παραδείγματα είναι όταν στεκόμαστε σε ένα πάρτι και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε τα χέρια μας (πολύ συχνά κρατάμε ένα ποτήρι για ξεκάρφωμα) ή όταν κάνουμε σεχ σε ιεραποστολική στάση οπότε πάλι τα χέρια μας περιττεύουν.

Σε κάτι τέτοιες στιγμές θα ευχόμασταν τα χέρια να ήταν ένα add on εξάρτημα για να τα βάζουμε και να τα βγάζουμε όποτε θέλουμε.

Πρόκειται για μετάφραση της αμερικλανιάς clumsy elbow.

— Το πρόβλημα της Έλενας Πούτση όταν λέει τον καιρό, είναι τι να κάνει τα χέρια της. Παρατήρησες τον αδέξιο αγκώνα της, που είναι ο εφιάλτης κάθε παρουσιαστή που στέκεται όρθιος χωρίς να κρατάει μικρόφωνο;
— Τί με λες τώρα ρε παληκάρι, άσε να πάρουμε λίγο μάτι, ωφού.

έχει ξαναανεβεί, αλλά είναι πάντα επίκαιρη (από allivegp, 22/08/09)αδέξιος αγκώνας και για τη Μαρία Σινιόρη (από allivegp, 22/08/09)cowgirl στάση (από allivegp, 22/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπολικούρα σε πρακτικό και καθημερινό επίπεδο δηλώνει την αναίτια και μη πρακτική προσθήκη εξαρτημάτων οποιασδήποτε μορφής (βλέπε κάγκουρες), ή, στην περίπτωση του προφορικής επικοινωνίας, την εκφορά προφορικού λόγου με ανούσιο (πολλές φορές) και επιτηδευμένο λεξιλόγιο, ή την σύνταξη γραπτού λόγου με χρήση των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν αμέσως πριν.

Η έκφραση μπολικούρα δηλώνει επίσης την επίδειξη συμπεριφορών με σκοπό τον εντυπωσιασμό των παραληπτών του μηνύματος μέσω της επιτηδευμένης υπερβολής του αρχικού συντάκτη.

Μία ακόμη μορφή της λέξης περιγράφει κάποιον που συγκεντρώνει το σύνολο των χαρακτηριστικών της προηγούμενης παραγράφου, ο οποίος και δηλώνεται ως μπολικούρας (για κάποιο μυστήριο λόγο, ο χαρακτηρισμός δεν συναντάται σε άλλο γένος πέραν του αρσενικού).

Δυστυχώς, η μπολικούρα κυριαρχεί πλέον στις ζωές μας, από τον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο, τα ΜΜΕ, έως την επίδειξη και την ατελείωτη ποζεριά των συνανθρώπων μας...

  1. — Πήγα να κάνω το κείμενο και έπηξα για να γράψω 3 σελίδες...
    — Εμ τι τις θες και εσύ τις μπολικούρες; Γράψε δυο-τρεις μαλακίες και δώσ' το.

  2. Πολύ μπολικούρας ο Γιωργάκης... Λες και έχει κηρύξει σταυροφορία κατά του μινιμαλισμού.

(από Vrastaman, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας κινηματογραφογενής χαρακτηρισμός γυναίκας, που σερβίρει κοτσάνες ένεκα αγνοίας της ελληνικής, είτε απλοϊκά είτε και με ύφος.

Η συμπαθής κατά τα λοιπά, ονοματοδοτούσα τον όρο ηθοποιός, αμόλαγε καδένα τα μαργαριτάρια (π.χ. αφίχθη ψες αεροπλανικώς, ο αστήρ ντεμπουντέρνει αύριο, τον εβάρεσε στο ζοριλίκι < Ζορό κλπ), στις ελληνικές ταινίες, όπου τα δουλικά αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη (απλοϊκές χωριατοπούλες π.χ. την Κυριακή έχω έξοδος, το ολοκαύτωμα του Ζαρκαδίου κλπ, αστοιχείωτες π.χ. η Βάσια Τριφύλλη «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» που έλεγε για το γαϊδούρειο ίππο και τον Οιδίπου τον τυραγνισμένο κλπ, επηρμένες π.χ. «Η σοφερίνα», γλωσσούδες π.χ. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», φαντασμένες π.χ. «Αχ αυτή η γυναίκα μου» ιδίως όταν παραβάλλονταν με τις σικ (sic) κυράδες τους (συνήθως την ανακτοπριμοδοτημένη κι ατάλαντη βουγιούκλω)…

Τη ρεβάνς όμως την πήραν στον «Ηλία του 16ου» (1959), όπου το δαιμόνιο ντουέτο Σακκελάριου-Γιαννακόπουλου κατάφερε αφ’ ενός καίριο πλήγμα στους νεόκοπους ψευτο-αστούς, (ξεφτιλίστηκαν μες στην Αστυνομία που ξεσκεπάστηκαν αφού είχαν φορτώσει τις ανομίες τους στο φτωχοκόριτσο), αλλά και νομιμοποίησε (!) την κλοπή εξ ανάγκης, κατά το σπανιόλικο θέσφατο «όποιος κλέβει κλέφτη έχει εκατό χρόνια συγχώρεση» (el que roba un ladron, tiene cien anos de perdon).

Αυτό το ζώο, που θέλησε να κάνει ριμέικ για να τα κονομήσει, τίποτα δεν κατάλαβε από το ειδικό πολιτικό βάρος του έργου…

Αλλά η εσφαλμένη χρήση της ελληνικής, εκτός απ’ τα στρατά και τη λαϊκούρα (που στο φινάλε-φινάλε δικαιολογούνται), γινόταν και γίνεται ακόμα κι από τους ελλιπούς παιδείας μεγαλουσιάνους (βλ. δημοσιογρ-ύφος), ιδίως όταν πρόκειται να προσδώσουν κύρος στο λόγο τους (όπως νομίζουν), χρησιμοποιώντας σόλοικους αρχαϊσμούς ή και αντζελισμούς, κατά το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης (π.χ. το κατέστημα, τα κυανούν ύδατα, οι δικασθές κλπ), το οποίον είναι μάλλον ψυχο-κοινωνική παρά γραμματική πάθηση.

Τούτο ανάγεται στο γλωσσικό ζήτημα (δεν θα μακρηγορήσω κ. πρόεδρε) και στους βαυαρούς, που λυσσάξανε ότι η καθομιλουμένη ελληνική είναι δήθεν παρακατιανή της αρχαίας (ποιάς απ’ όλες;) Χώρια που, πάνω απ’ όλα υπερίπταντο τα γαλλικά (βλ. ένα κάντρο του πιρκασόν, λακριντί κλπ).

Ούτω πως, οι νεοέλληνες επί 150 χρόνια δεν εδικαιούντο να ομιλούν τη μητρική γλώσσα τους (τέτοιος ενδορατσισμός υφίσταται και σήμερα με τις διαλέκτους), πράγμα που ούτε οι Οθωμανοί τόλμησαν να ονειρευτούν!

Έτσι, ακόμα και τα μαγκάκια, που σέρνονταν από τμήμα σε δικαστήριο και τανάπαλιν, ψαρεύανε δώθε-κείθε τις ελληνικούρες του επισήμου Κράτους και μετά λέγανε τα δικά τους, π.χ. η αναγκαιότη, εφτακούνητο (αυτοκίνητο), τα πετριπαράδοτα, ένεκα λόγοι τιμής (δικαιολογία συνήθως κατόπιν ξυλοδαρμού-μαχαιρώματος αντιπάλου ή ξουρίσματος-μαδήματος αδελφής), ο πάσα ένας, περιδιαγραμμάτου, προσωπιδοφόρο επάγγελμα κλπ.

Βλ. ρεμπέτικα με λόγιες εκφράσεις που δεν κολλάνε με τα συμφραζόμενα:

«…φεύγεις και μ’ αφήνεις μοναχό μου
κι έχω την κατακραυγή του κόσμου,
γουστάρησες να μου την αμολήσεις
με άλλονε να πας να βρεις να ζήσεις…»

«…Τα βάσανα μου μ' έριξαν στα ξένα
και μ' έχουν της ζωής κατάδικο
αχάριστη δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο…»

«… και στο πέμπτο όλη η λαθρεμπορία
και στο έκτο όλη η σκευωρία…»

- Άχ, παίξτε μας λίγο Σοπενάουερ στο πιάνοοοο!
- Άιντε να χαθείς μωρή στυλιανοπούλου! Ρεζίλι μ’ έκανες στους ανθρώπους…

(από Khan, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέχομαι κοροϊδευτικά κάποια πρόταση αλλά κατά βάθος την αγνοώ.

Συνώνυμα: Ρίχνω πιστόλι.

- Αντρέα θα έρθεις στο μπαράκι σήμερα; - Ναι ρε, πιστόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-ιταλοπρεπής χιουμοριστική έκφραση, που δηλώνει νοσταλγία για την τίμια πίτσα, που έφτιαχναν μια φορά οι πιτσαρίες του κώλου στην Ελλάδα, σε κάτι λαμαρινένια συρτάρια βουτηγμένη στα πολυκορεσμένα παλιόλαδα.

Μύριζε λαμαρινίλα κι βγαινε σε δυο μόνο τύπους:

  1. Απλή (λιωμένο κασέρι και ντομάτα κονσέρβα-τώρα τη λένε και καλά «μαργαρίτα») και
  2. Απ' όλα (τα ανωτέρω + σκατόζαμπόν + βρωμομπέικον).

Μετά το 1990, που οι κωλοέλληνες ξεψαρώσανε και ζητήσανε (λέει) ποιότητα κι έτσι, εγκατέλειψαν τις παλιές πιτσαρίες (που μαράζωσαν), στρεφόμενοι σε καινούριες, μουράτες, ντιζαϊνάτες, με δήθεν ευρεία ποικιλία πίτσας-σπαγγέτι (καμία απο δαύτες δεν έχουν ανταπόκριση στην Ιταλία) με υποχρεωτικό ξυλόφουρνο για πιο αισθητική...

Έλα όμως που, ακόμα κι αυτές, οι καλοφαγάδες Ιταλοί δεν τις αναγνωρίζουνε για δικές τους και τις βρίσκουν λαδερές, υπερβολικά παχύ το προζύμι και παραφορτωμένες αλλεπάλληλες επιστρώσεις υλικών, αφού ο λιγούρης νεοέλληνας ζητάει τα πάντα όλα πάνω στην πίτσα, ωσάν να πρόκειται για ποικιλία ούζου...

Το βασικό συστατικό της πίτσας είναι η λιτότητα. Λέει σωστά ο Χατζής «η πείνα τρέφει τα παιδιά κι ο ύπνος τα γερνάει». Η παραδοσιακή ναπολιτάνικη πίτσα, ήταν το φαΐ του φτωχού=Ένα ψωμάκι-πίτα με πασπαλισμένα υπολείμματα απ’ το χτεσινό φαγητό (κανά κρομμύδι, καμιά ελίτσα, φρέσκια ντοματούλα κι όξω απ’ την πόρτα, όπως λένε).

Η πλάκα είναι, ότι κατά πάσα πιθανότητα η πίτσα, έλκει την καταγωγή της απο την αρχαιοελληνική ταπεινή πιτούλα και ιδίως τον πλακούντα με μέλι (όπως περίπου τις φτιάχνουν ακόμα οι ελληνικότατοι Κρήτες στα Σφακιά κι ας λέει ο Καζαντζάκης), ίσως και με κάποιες επιρροές από την Αραπιά.

Άραγε, η νεοελληνική προτίμηση για την πυραμιδωτή (τίγκα στο δευτεράντζα υλικό) πίτσα με τα κάλπικα όσο και βαρύγδουπα ψευτο-φράγκικα ονόματα, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς το ελληνέζικο «μηδέν άγαν» και καταδεικνύει το ποσοστό μας σε περιεκτικότητα ελληνικής παιδείας (!)

Σ.Σ. Προκειμένου να παρηγορηθούν οι ελληνολάτρεις, να προστεθεί ότι η εγκλέζικια λέξη «μπέικον» είναι ελληνικής προελεύσεως, διότι προέρχεται απο το τριγενές και τρικατάληκτον ουσιαστικοποιημένον επίθετον ο μπέικος-η μπέικια-το μπέικον, επίρρημα: μπέικα (την περάσαμε), βλ. άλσος Βεΐκου και προέρχεται από την υποτακτική του ρήματος βαίνω (βλ. το Ηρακλειτιώτικο «τα πάντα ρει και ουδέν μένει, δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»)!

-Πάμε για κανά βρώμικο;
-Εγώ ψήνομαι για πίτσα λαμαρίνα. Έχει ένα χλιμίτζουρα εδώ στη γωνία. Είσαι;
-Τί’ πες τώρα; Φύγαμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση Κυψελιωτών-Πατησιωτών, που δηλώνει αγάπη για την περιοχή τους, όπως άλλωστε φάνηκε με την μαζική κινητοποίηση περιοίκων για τη σωτηρία των δέντρων στo παρκάκι Κύπρου και Πατησίων, από τον Ομέρ Πριόνη...

Προέρχεται από την, γειτονική στα Πατήσια-Κυψέλη, οδό Καλλιφρονά και το γνωστό άσμα των Dead Kennedys «California uber alles»!

-Πού μένεις;
-Καλλιφρόνια ούμπερ άλλες!
-Σοβαρά; Εγώ Κέας! Πάμε Ρόξυ για καμιά μονοστεκιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified