Στην αργκό των οικοδόμων έτσι λέγεται ο διακόπτης με δύο ή τρία κουμπιά που το κάθε από αυτά ανοίγει μία διαφορετική σειρά από φώτα στον ίδιο χώρο ή διπλανούς χώρους. Ετυμολογείται από το γαλλικό commutateur που σημαίνει το διακόπτη γενικότερα.

-Αλλάξαμε τα κομιτατέρ κάτω γιατί δεν ανάβανε όλες οι λάμπες στα πατάρια.

κομιτατέρ με τρία κουμπιάκομιτατέρ με τρία κουμπιά κομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλκομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του béton armé, του οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο εντάσσεται (μάλλον αδοκίμως προς το παρόν) στο ελληνικό κλιτικό σύστημα ως μπετό, προκύπτει ως αρσενικό ουσιαστικό και το μπετός, ο. Μπορεί να σημάνει το μπετόν γενικά, αλλά κυρίως σημαίνει ό,τι και ο μπετόβλακας, δηλαδή αυτόν που έχει ηλιθιότητα συμπαγή σαν μπετόν, αυτόν που είναι στούρνος, τούβλο.

  1. Ακολουθείς την νύχτα της Ευρώπης. Μην είσαι μπετός. Ξημερώνει Αφρική! (Εδώ).

  2. Αν ο άλλος είναι μπετός, είναι απλά μπετός. (Εδώ).

  3. Για να μην σπαμάρουμε το νημα με βλακειες κοιτα τα pm σου. Γιατι τελικα εισαι μπετος του μπετου. (Εδώ).

Καθώς σημαίνει ό,τι και το μπετόν, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορές. Λ.χ. στο ιδίωμα των μποντιμπιλντεράδων, να σημάνει το μπιλντέρι που έχει πολύ συμπαγές σώμα, ή μία τροφή που δεν έχει καθόλου μα καθόλου σαβούρα ή αλεύρι, ή που δεν έχει καλή διαλυτότητα.

ειδικά η κρεατίνη έχει πολύ καλή διαλυτότητα σε σχέση με κάτι τύπου Gaspari που είναι μπετός. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified