Η κατασκοπεία και το χαφιεδιλίκι. Ετυμολογία: σπιούνος < ιταλικό spione < δημώδες λατινικό spiō < φραγκικό **spehō* = κατάσκοπος < **spehōn* = κατασκοπεύω.

  1. α κοριτσια δεν σας ειπα... εκανα λιγο σπιουναζ στα φαρμακα που παιρνει η μανα μου... καλα αυτα για την πιεση και τη χοληστερινη! της εχουνε δωσει ομως και καποια αντικαταθλιπτικα, και εστειλα με φαξ στη γιατρο μου τη συνθεση! πριν που μιλησαμε γιατι η μαμα μου ως συνηθως κοιμοτανε... μου ειπε οτι ειναι εντελως απαραδεκτοι που της δωσανε αυτα τα χαπια και οτι αυτα σε κανουν σχεδον φυτο!!!!!! αυριο θα παμε να τη δει... και θα της δωσει παλι εκεινα που επαιρνε το καλοκαιρι οσο ηταν εδω!! (Σχέσεις).
  2. Τα λέγαν αυτοί οι σπιουνάζ [κατάσκοποι], που πήγαιναν, έλεγαν κι αυτά. (Βλάχοι).
  3. Το γκρουπ "Φεμίνα" έγινε διά να κερδίζουν χρήματα οι Γερμανοί διά την γερμανικήν κατασκοπείαν, παράλληλα όμως λειτουργούσε και ως κέντρον εις το οποίον εγίνετο σπιουνάζ. (Ο Αρθούρος Ζάιτς σε μεταπολεμική δίκη, βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι Δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2024, σ. 204).

Got a better definition? Add it!

Published

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πληροφοριοδότης, ο χαφιές, ο ρουφιάνος.

Από το ιταλικό sbirro που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Συνώνυμο: χαφ ρουφ.

Όπως με πληροφόρησε ο σμπίρος μου, κανείς στο Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ δεν επιθυμεί έλεγχο των παραστατικών, γιατί έχουν πολλά να κρύψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified