Κάτι / κάποιος που έχει ή δίνει πρεστίζ.
(www.adslgr.com) ...Η διοργάνωση μετεβλήθη στην πιο γκλαμουράτη και πρεστιζάτη εκδήλωση στην οποία μία...
(www.hri.org) .
..για να εισαχθεί το παιδί τους σε ένα όσο γίνεται πιο πρεστιζάτο και υψηλόβαθμο ΑΕΙ.
Κάτι / κάποιος που έχει ή δίνει πρεστίζ.
(www.adslgr.com) ...Η διοργάνωση μετεβλήθη στην πιο γκλαμουράτη και πρεστιζάτη εκδήλωση στην οποία μία...
(www.hri.org) .
..για να εισαχθεί το παιδί τους σε ένα όσο γίνεται πιο πρεστιζάτο και υψηλόβαθμο ΑΕΙ.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Απο το αγγλικό «Local»... Χρησιμοποιείται από τους Έλληνες της Αγγλίας για να προσδιορίσουν τους κλασσικούς τύπους με την ασορτί φόρμα, κάλτσα πάνω από το αθλητικό παπούτσι, και καπελάκι (απαραίτητα), οι οποίοι είτε θα σε κλέψουν, είτε θα σε μαχαιρώσουν, είτε και τα 2 ...τα αντίστοιχα δικά μας «καβούρια» ή «κάγκουρες» σε πιο χαρντκόρ έκδοση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φτηνιάρης (ελληνοαμερικάνικο - από το αγγλικό «cheap»).
- Πάλι χτύπησα σκληρό...
- Αφού είσαι τόσο τσίπης που παίρνεις τα χειρότερα, ρε!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει μουνόπανο. Γράφεται έτσι στον online γραπτό λόγο, χάριν συντομίας. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά, που αναφέρεται σε κάποιον που επιδίδεται στην πουστιά, που δεν έχει μπέσα.
- Giati banarate ton takis_7654;
- Giati itan mnpn...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ακούει hard rock δεκαετίας '80 ή αλλιώς poseur rock. Έχει πλούσια χαίτη, φοράει δερμάτινα και μπότες χειμώνα καλοκαίρι.
- Γίνεται κάτι και μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί ποζεράδες;
- Έχουν συναυλία οι Whitesnake!
Βλέπε και ποζεριά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του αγγλικού man (άνδρας). Χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση, όπως τα δικέ μου, παιχταρά μου, αρχηγέ μου κτλ. Η ευρεία χρήση του στη νεοελληνική δικαιολογείται από τη δημοτικότητα του μαύρου lifestyle, της «μαύρης» μουσικής (hip hop, rap) και του MTV.
Πού 'σαι ρε μαν;
Και δε μου λες ρε μαν...
Δες και -μαν.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.
Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...
Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού poseur. Ο επιδειξίας, αυτός που μοστράρει κάποια ιδιότητά του (μπράτσα) ή κάποιο απόκτημά του (αυτοκίνητο, mp3-player) για να προκαλέσει το θαυμασμό, τη ζήλια των άλλων. Λέγεται και ποζέρι, πόζερος.
- Κοίτα αυτόν πόση την έχει!
- Τι να δω... την κάλτσα που έχει βάλει στο βρακί του για να φουσκώνει; Ο ποζεράς...
Got a better definition? Add it!