Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Πρόκειται για την προκλητική ανάδειξη αβυζαλέου ντεκολτέ εν είδει αντισταθμιστικού μέτρου από αχλαδομουνοπατσαβούρες, γκόμενες-γαρίδες, πεσκανδρίτσες, κ.α. να-μασάς-σκατά-και-να-φτύνεις-μποχλάδες.
Σε περίπτωση δε που η βυζαναδεικνύουσα τυγχάνει καλλίπυγος, το κλασικό αυτό τερτίπι συνοδεύεται με τσουπωτό ξεκωλτέ.
Αγγλιστί: tit flaunting.
Πάσα: Hodjas.
- Μπάει δε γουαίει, η κωλόκρυψη πάει χέρι-χέρι με την βυζανάδειξη (ιδίως όταν πρόκειται για βυζόμπαζο), προκειμένου να στρέφεται το βλέμμα του άρρενος αλλού. Πρώτη διδάξασα η Κλεοπάτρα, που πέταγε όξω το καλοσχηματισμένο της ζιβύ, για να μην προσέχει κανείς την protruding μυταρέλλα της...
(Ηodjas, εδώ)
Got a better definition? Add it!