Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιππεύω βίαια κάποια, την ξεμουνιάζω. Η προέλευση του είναι απο την έκφραση «μου 'μεινε στο χέρι», όταν κάτι χαλάει, ενώ είναι στα χέρια μας.

Πήρα βιάγκρα χτες και την έσκισα την Λωλότα. Της έδωσα το μουνί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περίφημης ρήσης του Καζαντζάκη (;) «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!».

Το γυναικείο αιδοίο, που αποτελεί εν τω προκειμένω απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, είναι τόσο βαθύ, σκοτεινό, ερεβώδες, χαοτικό, άγνωστο, ανεξερεύνητο και άραχλο -και ωσεκτουτού τρομακτικά μυστηριώδες- και η μυθικών διαστάσεων επενέργειά του στην γυναικεία όσο και στην αντρική ψυχολογία είναι τόσο πολύπλοκη και μη μετρήσιμη, ώστε μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τρομακτική και άγνωστη άβυσσο.

Σημ.: στην κυριολεκτική έννοια του όρου μιλάμε για πηγαδομούνοβα... (βλ. Πηγαδομούνοβα, Τατιάνα ή πηγάδω)

- Ρε πούστη μου, τά 'χω παίξει με την Ελένη... Δεν πιάνεται από πουθενά. Είπα να της κάνω έκπληξη κι έπλυνα εγώ τα πιάτα σήμερα και αντί να χαρεί με είπε μαλάκα, που τί την πέρασα, για τεμπέλα;, που όλο κάνω πράγματα όταν δεν χρειάζεται, που τα είχε αφήσει επίτηδες για να δει η μάνα μου ότι μαγειρεύουμε και τρώμε κι ότι δεν μένουμε νηστικοί σ' αυτό το σπίτι, κι ότι άλλη φορά να ρωτάω ... με πήρε από τα μούτρα σου λέω! Και δεν είχε καν περίοδο, να φανταστείς. Να μη σου πω ότι ήταν στις καλές της κιόλας!
- Τι να σου πω φίλε, άβυσσος το μουνί της γυναίκας!...

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified