Further tags

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζώνη ή το λάστιχο που χρησιμοποιείται για να σφίξει το μπράτσο να πεταχτούν οι φλέβες.

Σφίξε το πρεζολάστιχο να βρω καμιά φλέβα γιατί κάηκαν όλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εισπνοή κοκαΐνης από τη μύτη.

- Τι γίνεται ρε, αυτή η γκόμενα χορεύει σαν τρελή όλο το βράδυ... Κώλο δεν έχει βάλει κάτω!
- Αυτή; Αυτή ρίχνει μυτιές, γι' αυτό την βλέπεις συνέχεια στην τσίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νοθευμένο ποτό.

- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω ξύδια.

- Πού ήσουνα αχαίρευτε; Τι ώρα είναι αυτή;
- Ε, να...
- ΣΚΑΣΜΟΣ! Μιλάς κι από πάνω... Πάλι τα κοπανούσες με αυτά τα κοπρόσκυλα τους φίλους σου; Αλλά τι ρωτάω, αφού βρωμοκοπάς ούζο!
- Έλεος, μην φωνάζεις, έχω πονοκέφαλο...
- ΝΤΟΥΠ! (ο ήχος της παντόφλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αγανακτώ
  2. Μαστουρώνω (από το μπάφος)

Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που πίνει πολύ.

- Μωρό μου, σήμερα είπα στην Ελένη και τον Τάσο να έθουν από δω για κανα χαρτάκι. Λέω να πω και στην Στέλλα. Τι λες;
- Κάνε ό,τι θες αρκεί να μην έρθει πάλι από δω εκείνη η μπεκροκανάτα η Αναστασία και μας πιει πάλι όλα τα ξίδια...

Βλ. και ρούκουνας, τσικουδόχοιρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φημολογείται, πρόκειται για είδος «βαριάς φούντας» που φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα χασισοδενδρύλλιου.

Ρε μαλάκα, την άκουσα καλά χθες με το stuff που μου έδωσες. Αυτό δεν ήταν φούντα, ήταν πρεζόφουντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγριο πιώμα που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα.

- Είσαι απόψε για το κουτούκι του Στέλιου; Θα έχουμε απαρτία. Θα μαζευτεί όλη η παρέα.
- Και βέβαια. Πολύ γουστάρω. Θα γίνει μια κρασοκατάνυξη άνευ προηγουμένου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεξέλεγκτη κατάσταση λόγω μέθης.

- Με 2 ποτά έγινε κομμάτια. Έλεγε ασυναρτησίες και γέλαγε ο κόσμος μαζί του. Σταφίδα έγινε.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified