Further tags

Η ζώνη ή το λάστιχο που χρησιμοποιείται για να σφίξει το μπράτσο να πεταχτούν οι φλέβες.

Σφίξε το πρεζολάστιχο να βρω καμιά φλέβα γιατί κάηκαν όλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς. Η φούντα συνθηματικά.

- Έχεις καθόλου φου;
- Μπα, ξεραΐλα, δεν παίζει τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χάπι ecstacy. Λέγεται και απλά ι από το αρχικό αγγλικό γράμμα.

- Άσε φίλε έφαγα ένα έψιλον χθες στο πάρτυ και τα είδα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ινδική κάνναβη, φούντα. Συναντάται και στον ενικό χαϊδευτικά ως τουφί, αλλά και στον πληθυντικό ως τούφες ή τουφιά.

- Άστα φίλε! Τώρα με τις φωτιές στην Πελοπόννησο θα πούμε το τουφί τουφάκι...
- Γιατί το λες αυτό ρε Χρηστάρα;
- Ε, τί; Με τόσα μπαφόδεντρα που κάηκαν; Θ' ανέβουν σίγουρα οι τιμές!

Got a better definition? Add it!

Published

Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.

- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.

Θα φέρω τζινξ γιατί όταν ο μαν το κόβει με το μάτι πάντα παίζει ψείρισμα...

Jinx, η Halle ως Bond Girl (από Vrastaman, 04/08/09)(από jesus, 20/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκό σανέλ ή αλλιώς κοκαΐνα, την πίνουν πλούσιοι, φτωχοί, celebrities, πιτσιρικάδες, gay, ΟΛΟΙ. Άλλοι φερμάρουν για να την βρουν, άλλοι πουλάνε, άλλοι στήνονται. Ακριβό, καλό και σκληρό ντρόγκι.

-Κολλητέ θα φύγουμε για παραλιακή; Άντε βαρέθηκα!
-Άραγκον ψηλέ, σπάμε τη φρίμπα μας, πίνουμε ενα γιούφ και το ουισκάκι μας και φεύγουμε αλεμάο...

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified